Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ουγκάντα

Ουγκάντα

Ουγκάντα

ΑΙΩΝΕΣ ολόκληρους, οι εξερευνητές αναζητούσαν την πηγή του μεγαλοπρεπούς ποταμού Νείλου, ο οποίος διασχίζει ελικοειδώς τη μισή Αφρική και εκβάλλει στη Μεσόγειο Θάλασσα. Τελικά, ορισμένοι από αυτούς προσδιόρισαν τη λίμνη Βικτόρια και τα γύρω βουνά ως τις κύριες πηγές των αστείρευτων νερών του Νείλου. Τις πρόσφατες δεκαετίες, πολλοί από τους ανθρώπους σε αυτή την περιοχή έχουν ανακαλύψει προς μεγάλη τους χαρά την πηγή κάποιου πολυτιμότερου νερού​—του “ζωντανού νερού” που μεταδίδει «αιώνια ζωή». (Ιωάν. 4:10-14) Ακολουθεί η ιστορία εκείνων των κατοίκων της Ουγκάντας οι οποίοι «διψούν για τη δικαιοσύνη».​—Ματθ. 5:6.

«ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ»

Η Ουγκάντα, η οποία διασχίζεται από τον Ισημερινό στην καρδιά της Αφρικής, είναι ωραία χώρα με ήπιο κλίμα. Τα κρυστάλλινα νερά από τους παγετώνες που λιώνουν ψηλά στην επιβλητική οροσειρά Ρουβενζόρι​—τα λεγόμενα Όρη της Σελήνης—​σχηματίζουν μικρούς καταρράκτες καταλήγοντας σε αμέτρητα ποτάμια και λίμνες. Το εύφορο έδαφος και οι άφθονες βροχές καθιστούν την Ουγκάντα ιδανική για την καλλιέργεια καφέ, τσαγιού και βαμβακιού. Εδώ ευδοκιμεί ένα είδος μπανάνας που μαγειρεύεται, το πλαντάγο, από το οποίο παρασκευάζεται το ματούκε, ένα από τα κύρια εδέσματα της Ουγκάντας. Οι ντόπιοι τρώνε επίσης καλαμποκάλευρο, κασάβα, κεχρί και σόργο.

Σε αυτή την τροπική χώρα ζουν λιοντάρια, ελέφαντες, ιπποπόταμοι, κροκόδειλοι, λεοπαρδάλεις, καμηλοπαρδάλεις και αντιλόπες, καθώς επίσης χιμπατζήδες, διάφοροι ασυνήθιστοι πίθηκοι, αλλά και ορεινοί γορίλες, οι οποίοι απειλούνται με εξαφάνιση. Πανέμορφα πουλιά πλημμυρίζουν τον αέρα με ευχάριστες μελωδίες. Πράγματι, στην Ουγκάντα υπάρχει τόση ομορφιά ώστε η χώρα έχει ονομαστεί «το μαργαριτάρι της Αφρικής».

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΥΓΚΑΝΤΑΣ

Στην Ουγκάντα κατοικούν γύρω στα 30 εκατομμύρια άνθρωποι από 30 περίπου εθνότητες. Πολλοί είναι θρησκευόμενοι και ανήκουν σε διάφορες εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου αλλά, όπως συμβαίνει και αλλού, η επίσημη λατρεία είναι πολλές φορές συνυφασμένη με τις παραδοσιακές θρησκευτικές συνήθειες. Οι κάτοικοι της Ουγκάντας είναι γενικά φιλικοί και φιλόξενοι, και μερικοί έχουν τη συνήθεια να γονατίζουν μπροστά σε κάποιον μεγαλύτερο όταν τον χαιρετούν ή του προσφέρουν κάτι.

Δυστυχώς, όμως, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αυτό το ωραίο «μαργαριτάρι» και ο αξιαγάπητος λαός του υπέστησαν σοβαρό πλήγμα από τις πολιτικές αναταραχές και τους χιλιάδες επακόλουθους θανάτους. Επιπλέον, οι ολέθριες συνέπειες της επιδημίας του AIDS έχουν επιτείνει την οδύνη της Ουγκάντας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν προσφέρει ανακούφιση και ελπίδα σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν αντέξει τόσο πολλά.

ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ

Η πρώτη μνεία για έργο κηρύγματος της Βασιλείας στην Ουγκάντα ανάγεται στο 1931, όταν το γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής επέβλεπε το κήρυγμα σε όλη την Αφρική νότια του ισημερινού. Προκειμένου να αρχίσει να καλλιεργείται αυτός ο αχανής τομέας, το γραφείο τμήματος διόρισε δύο σκαπανείς, τον Ρόμπερτ Νίσμπετ και τον Ντέιβιντ Νόρμαν, να κηρύξουν στην περιοχή που περιλαμβάνει τώρα την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία.

Οι αδελφοί Νίσμπετ και Νόρμαν ήταν αποφασισμένοι να μεταφέρουν τα καλά νέα της Βασιλείας στα βάθη της Αφρικής. Άρχισαν την εκστρατεία τους από το Νταρ ες Σαλάμ, στις 31 Αυγούστου 1931, έχοντας μαζί τους 200 χαρτοκιβώτια με έντυπα. Από εκεί πήγαν στο νησί Ζανζιβάρη και κατόπιν στο λιμάνι της Μομπάσα, οδεύοντας προς τις ορεινές περιοχές της Κένυας. Ταξίδεψαν με τρένο, κηρύττοντας στις κωμοπόλεις κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τις ανατολικές ακτές της λίμνης Βικτόρια. Διασχίζοντας τη λίμνη με ατμόπλοιο, οι δύο ατρόμητοι σκαπανείς έφτασαν στην Καμπάλα, την πρωτεύουσα της Ουγκάντας. Αφού διέθεσαν πολλά έντυπα και έκαναν συνδρομές στο περιοδικό Χρυσούς Αιών, οι δύο αδελφοί συνέχισαν με αυτοκίνητο προχωρώντας ακόμη περισσότερο στην ενδοχώρα.

Ύστερα από τέσσερα χρόνια, το 1935, τέσσερις σκαπανείς από τη Νότια Αφρική ανέλαβαν μια ακόμη αποστολή στην Ανατολική Αφρική. Ήταν ο Γκρέι Σμιθ με τη σύζυγό του, την Όλγα, και ο Ρόμπερτ Νίσμπετ με το νεότερο αδελφό του, τον Τζορτζ. Οδηγώντας δύο καλά εξοπλισμένα κλειστά ημιφορτηγά, τα οποία είχαν μετατρέψει σε τροχόσπιτα, αυτοί οι ευρηματικοί σκαπανείς ταξίδευαν σε άσχημους δρόμους και κινούνταν με δυσκολία ανάμεσα σε καλάμια τύφης που έφταναν ως και τα τρία μέτρα. «Συνήθως κοιμούνταν στο ύπαιθρο», αναφέρει κάποια έκθεση, «και μπορούσαν να δουν, να ακούσουν και να νιώσουν τον παλμό της Αφρικής με τα άφθονα άγρια ζώα της​—λιοντάρια που βρυχιούνταν τη νύχτα, ζέβρες που έβοσκαν ήσυχα, καμηλοπαρδάλεις, καθώς και απειλητικούς ρινόκερους και ελέφαντες». Απτόητοι, εκείνοι επισκέπτονταν κωμοπόλεις στις οποίες δεν είχε φτάσει ποτέ το άγγελμα της Βασιλείας.

Ενόσω ο Γκρέι και η Όλγα Σμιθ παρέμεναν για κάποιο διάστημα στην Ταγκανίκα (τη σημερινή Τανζανία), ο Ρόμπερτ και ο Τζορτζ Νίσμπετ κατευθύνθηκαν προς το Ναϊρόμπι της Κένυας. Αργότερα, όταν οι αποικιακές αρχές διέταξαν το ζεύγος Σμιθ να φύγει από την Ταγκανίκα, αυτοί πήγαν στην Καμπάλα της Ουγκάντας. Ωστόσο, τώρα οι συνθήκες δεν ήταν τόσο ευνοϊκές, και η αστυνομία της Καμπάλα τούς παρακολουθούσε συνεχώς. Άφοβα, μέσα σε δύο μόλις μήνες, το ζεύγος Σμιθ διέθεσε 2.122 βιβλία και βιβλιάρια και διευθέτησε τη διεξαγωγή έξι δημόσιων συναθροίσεων. Τελικά, όμως, ο κυβερνήτης εξέδωσε εντολή απέλασης, αναγκάζοντάς τους να φύγουν από την Ουγκάντα. Αυτοί πήγαν στο Ναϊρόμπι, όπου συναντήθηκαν με τα αδέλφια Νίσμπετ, και όλοι μαζί επέστρεψαν στη Νότια Αφρική.

Με την ευλογία του Ιεχωβά, αυτές οι εκστρατείες κηρύγματος είχαν τεράστια επιτυχία, και δόθηκε εξαιρετική μαρτυρία. Παρά τη θρησκευτική εναντίωση και την κλιμακούμενη πίεση από τις αποικιακές αρχές, οι σκαπανείς διένειμαν πάνω από 3.000 βιβλία, καθώς επίσης 7.000 και πλέον βιβλιάρια, ενώ έκαναν και πολλές συνδρομές στα περιοδικά. Ύστερα από αυτές τις εκστρατείες, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναγίνει έργο κηρύγματος στην Ουγκάντα.

Η ΔΡΑΣΗ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕΙ

Τον Απρίλιο του 1950, ήρθε να εγκατασταθεί στην Καμπάλα ένα νεαρό αντρόγυνο από την Αγγλία, ο αδελφός και η αδελφή Κιλμίνστερ. Κήρυτταν με ζήλο τα καλά νέα και χάρηκαν όταν δύο οικογένειες​—μία Ελλήνων και μία Ιταλών—​ανταποκρίθηκαν στο άγγελμα της Βασιλείας.

Κατόπιν, το Δεκέμβριο του 1952, οι αδελφοί Νορ και Χένσελ, από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη, επισκέφτηκαν το Ναϊρόμπι της Κένυας. Ο αδελφός Κιλμίνστερ δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να τους συναντήσει, γι’ αυτό και έκανε το μακρύ ταξίδι από την Καμπάλα στο Ναϊρόμπι. Οι αδελφοί Νορ και Χένσελ ενθάρρυναν το μικρό όμιλο στο Ναϊρόμπι και διευθέτησαν να σχηματιστεί μια εκκλησία στην Καμπάλα. Αυτή η νεοσύστατη εκκλησία άρχισε γρήγορα να παράγει καλούς καρπούς, και το υπηρεσιακό έτος 1954 ένας ανώτατος αριθμός δέκα ευαγγελιζομένων συμμετείχε στη διακονία.

Το ίδιο εκείνο έτος, ο Έρικ Κουκ, από το γραφείο τμήματος της Νότιας Ροδεσίας (της σημερινής Ζιμπάμπουε), επισκέφτηκε την Ανατολική Αφρική και συνεργάστηκε για λίγο με την καινούρια εκκλησία στην Καμπάλα. Μολονότι οι αδελφοί απολάμβαναν μια εβδομαδιαία εκκλησιαστική μελέτη Σκοπιάς, δεν ήταν ακόμη πολύ δραστήριοι στη Χριστιανική διακονία. Έτσι λοιπόν, ο αδελφός Κουκ παρότρυνε τον αδελφό Κιλμίνστερ να διεξάγει όλες τις συναθροίσεις, μεταξύ αυτών και την εβδομαδιαία Συνάθροιση Υπηρεσίας. Για να προωθηθεί ακόμη περισσότερο το έργο κηρύγματος, ο αδελφός Κουκ έδωσε έμφαση στη διακονία από πόρτα σε πόρτα και παρείχε στοργικά προσωπική εκπαίδευση σε αρκετούς ευαγγελιζομένους.

Μέχρι τότε, το κήρυγμα γινόταν κυρίως στους Ευρωπαίους που ζούσαν στην Ουγκάντα. Αλλά ο αδελφός Κουκ παρατήρησε ότι οι περισσότεροι αυτόχθονες στην Καμπάλα μιλούσαν τη γλώσσα λουγκάντα. Υπέδειξε στους αδελφούς ότι, προκειμένου να αγγίξουν την καρδιά των ντόπιων, έπρεπε να μεταφράσουν κάποιο έντυπο στη λουγκάντα. Το 1958 οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το πρόσφατα μεταφρασμένο βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Αυτό έδωσε μεγάλη ώθηση στο έργο κηρύγματος. Σημειώθηκε πρόοδος, και το 1961 συμμετείχε στη διακονία ένας νέος ανώτατος αριθμός 19 διαγγελέων της Βασιλείας.

Στα πλαίσια της εργασίας του, ο αδελφός Κιλμίνστερ γνώρισε τον Τζορτζ Καντού, έναν ενθουσιώδη αυτόχθονα λίγο πάνω από 40 χρονών, ο οποίος μιλούσε καλά την αγγλική και τη μητρική του γλώσσα, τη λουγκάντα. Ο Τζορτζ ενδιαφέρθηκε για τη Βιβλική αλήθεια όταν έμαθε ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά, και ξεκίνησε Γραφική μελέτη. Σύντομα άρχισε να συνοδεύει τον αδελφό Κιλμίνστερ ως διερμηνέας όποτε εκείνος κήρυττε από σπίτι σε σπίτι. Στη συνέχεια, το 1956, ο Τζορτζ συμβόλισε την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά στη λίμνη Βικτόρια, κοντά στο Εντέμπε, όταν έγινε το πρώτο βάφτισμα στην Ουγκάντα.

Δυστυχώς, προτού περάσει πολύς καιρός, το έργο της Βασιλείας σημείωσε κάμψη. Μερικοί αδελφοί από το εξωτερικό επέστρεψαν στις πατρίδες τους όταν έληξαν οι συμβάσεις εργασίας τους. Κάποιοι αδελφοί αποκόπηκαν, και αρκετοί σκανδαλίστηκαν από την αντιγραφική διαγωγή ορισμένων στην εκκλησία. Ο αδελφός Καντού, όμως, αγαπούσε τον Ιεχωβά και ήξερε ότι είχε βρει την αλήθεια. Προσκολλήθηκε σε αυτήν “σε ευνοϊκό καιρό και σε δυσμενή καιρό”, και υπηρέτησε πιστά ως πρεσβύτερος μέχρι το θάνατό του το 1998.​—2 Τιμ. 4:2.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΥΠΗΡΧΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΚΗ

Ο αγρός στην Ανατολική Αφρική ήταν εκτεταμένος, και η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας μεγάλη. Υπήρχε και μια επιπλέον δυσκολία. Η αποικιακή κυβέρνηση δεν επέτρεπε την είσοδο ιεραποστόλων στην περιοχή. Τι μπορούσε να γίνει;

Το 1957 απευθύνθηκε παγκόσμια έκκληση στους ευαγγελιζομένους να υπηρετήσουν εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Πνευματικά ώριμοι αδελφοί παροτρύνθηκαν να μεταβούν εκεί όπου χρειάζονταν περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας. Η πρόσκληση έμοιαζε με εκείνην που έλαβε ο απόστολος Παύλος σε όραμα, όταν ένας άντρας τον ικέτευσε: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». (Πράξ. 16:9, 10) Πώς επηρέασε αυτή η σύγχρονη πρόσκληση την πρόοδο του έργου κηρύγματος της Βασιλείας στην Ουγκάντα;

Ο Φρανκ και η Μαίρη Σμιθ ανταποκρίθηκαν σε αυτή την έκκληση εκδηλώνοντας παρόμοιο πνεύμα με τον Ησαΐα και άρχισαν αμέσως τις ετοιμασίες με σκοπό να μεταναστεύσουν στην Ανατολική Αφρική. * (Ησ. 6:8) Τον Ιούλιο του 1959 απέπλευσαν από τη Νέα Υόρκη για τη Μομπάσα μέσω Κέιπ Τάουν. Στη συνέχεια ταξίδεψαν σιδηροδρομικώς ως την Καμπάλα, όπου ο Φρανκ υπέγραψε σύμβαση ώστε να εργαστεί για την κυβέρνηση ως χημικός στο Τμήμα Γεωλογικών Ερευνών. Εγκαταστάθηκαν περίπου 35 χιλιόμετρα νότια της Καμπάλα στο Εντέμπε, μια ωραία πόλη στις όχθες της λίμνης Βικτόρια, που ήταν παρθένος τομέας για το έργο κηρύγματος της Βασιλείας. Το ζεύγος Σμιθ συναθροιζόταν τακτικά στη μικρή αλλά αναπτυσσόμενη εκκλησία της Καμπάλα.

Λίγο αργότερα, το ζεύγος Σμιθ μίλησε για την αλήθεια στον Πίτερ Τζάμπι, ο οποίος κατείχε υπεύθυνη θέση ως δημόσιος υπάλληλος, και στη σύζυγό του, την Έστερ. Παλιότερα, ο Πίτερ είχε πάρει το βιβλίο Τι Έκαμε η Θρησκεία για το Ανθρώπινο Γένος; * αλλά δεν του είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία επειδή ήταν πολύ απασχολημένος με την εργασία του και τις συχνές του μεταθέσεις. Κατόπιν, στάλθηκε να μεσολαβήσει σε μια έντονη και περίπλοκη εδαφική διένεξη ανάμεσα σε δύο φυλετικές φατρίες. Με αφορμή αυτό το γεγονός, προσευχήθηκε: «Θεέ, αν με βοηθήσεις, θα ψάξω να σε βρω». Όταν το ζήτημα επιλύθηκε ειρηνικά, θυμήθηκε την προσευχή του και άρχισε να διαβάζει το βιβλίο. Κατάλαβε ότι τα όσα διάβαζε είναι η αλήθεια και άρχισε να αναζητάει τους Μάρτυρες. Χάρηκε ιδιαίτερα όταν γνώρισε τον Φρανκ Σμιθ, ο οποίος δέχτηκε να διεξάγει τακτικά Γραφική μελέτη με τον ίδιο και τη σύζυγό του. Ως αποτέλεσμα, αυτό το συμπαθητικό αντρόγυνο βαφτίστηκε, και εξακολουθούν να είναι δραστήριοι διαγγελείς της Βασιλείας ύστερα από τέσσερις και πλέον δεκαετίες πιστής υπηρεσίας.

Και άλλοι αδελφοί από το εξωτερικό ανταποκρίθηκαν στην έκκληση για υπηρεσία εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Μερικοί υπέγραψαν συμβάσεις εργασίας οι οποίες τους οδήγησαν σε μέρη πολύ μακριά από το μικρό πυρήνα των ευαγγελιζομένων της εκκλησίας στην Καμπάλα. Ένα αντρόγυνο έμενε στην Εμπαράρα, μια κωμόπολη στους πανέμορφους λόφους της νοτιοδυτικής Ουγκάντας, περίπου 300 χιλιόμετρα από την Καμπάλα. Αυτοί κανόνισαν να διεξάγεται στο σπίτι τους η Μελέτη Σκοπιάς και η μελέτη βιβλίου. Πότε πότε, όμως, έκαναν το μακρινό ταξίδι ως την Καμπάλα ή το Εντέμπε για να απολαύσουν θερμή Χριστιανική συναναστροφή. Διατηρούσαν επίσης επαφές με το γραφείο τμήματος στη Λουάνσα της Βόρειας Ροδεσίας (της σημερινής Ζάμπιας), που επέβλεπε τότε το έργο κηρύγματος της Βασιλείας στην Ανατολική Αφρική. Ο Χάρι Άρνοτ, ο οποίος ήταν τότε επίσκοπος εκείνου του γραφείου τμήματος, επισκεπτόταν ως επίσκοπος ζώνης την Καμπάλα για να ενθαρρύνει τους λιγοστούς ευαγγελιζομένους της Ουγκάντας, οι οποίοι εκτιμούσαν βαθιά το στοργικό ενδιαφέρον του.

Ένα άλλο αντρόγυνο που επιθυμούσε πολύ να υπηρετήσει εκεί όπου χρειάζονταν περισσότεροι κήρυκες της Βασιλείας ήταν ο Τομ και η Αν Κουκ από την Αγγλία. Ο Τομ υπέβαλε αίτηση για εργασία σε πολλές χώρες και ανέλαβε μια διοικητική θέση στο Υπουργείο Παιδείας της Ουγκάντας. Αρχικά, λόγω της εργασίας του, βρέθηκε μαζί με την Αν και την τετράχρονη κόρη τους, τη Σάρα, στην κωμόπολη Ιγκάνγκα, περίπου 130 χιλιόμετρα ανατολικά της Καμπάλα. Μετά τη γέννηση της Ρέιτσελ, της δεύτερης κόρης τους, ο Τομ και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Τζίντζα, μια πόλη χτισμένη κοντά στη λεγόμενη πηγή του Νείλου. Αργότερα, μετακινήθηκαν στην Καμπάλα.

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΙΕΣ

Τι θαυμάσια συμβολή είχαν όλες αυτές οι οικογένειες στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας στην Ουγκάντα! Ασφαλώς, ήταν συνηθισμένοι σε έναν τρόπο ζωής και σε ανέσεις που τώρα είχαν αφήσει πίσω τους. Σε ανταπόδοση, όμως, είχαν τη χαρά να βλέπουν ταπεινούς ανθρώπους να αλλάζουν το δικό τους τρόπο ζωής και να ανταποκρίνονται στα καλά νέα της Βασιλείας. Γνώρισαν επίσης τον ισχυρό δεσμό Χριστιανικής αγάπης που σφυρηλατήθηκε ανάμεσα στις δικές τους και στις ντόπιες οικογένειες καθώς συγκεντρώνονταν για λατρεία και χαρούμενη συναναστροφή.

«Μας εντυπωσίασαν η θέρμη και η ευγένεια που εκδήλωναν απέναντί μας οι άνθρωποι στη διακονία, καθώς και η ανεπιτήδευτη αξιοπρέπειά τους», θυμάται ο Τομ Κουκ. «Ήταν πολύ ιδιαίτερο προνόμιο για εμάς το ότι μπορέσαμε να έχουμε μια μικρή συμμετοχή στην αύξηση της εκκλησίας».

Όταν τον ρωτούν πώς ένιωθε για την αλλαγή στον τόπο διαμονής του, ο Τομ απαντάει: «Ήταν το καλύτερο περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαμε να υπηρετούμε τον Ιεχωβά με τα παιδιά μας. Απολαμβάναμε το θαυμάσιο παράδειγμα που έθεταν αδελφοί και αδελφές από πολλές χώρες, τη συντροφιά στοργικών και όσιων ντόπιων αδελφών, πλούσια προνόμια στην υπηρεσία, ελευθερία από την επιρροή της τηλεόρασης, καθώς και την ευκαιρία να παρατηρούμε τα θαύματα της αφρικανικής υπαίθρου. Αυτές ήταν μόνο λίγες από τις ευλογίες που γευτήκαμε».

Όσοι υπηρετούσαν εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη έτρεφαν βαθιά εκτίμηση για τη Χριστιανική συναναστροφή, πράγμα εμφανές και από την προθυμία που είχαν να κάνουν το μακρινό ταξίδι ως την Κένυα για να παρακολουθούν τις συνελεύσεις περιοχής. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να καλύπτουν με λεωφορείο ή τρένο 750 χιλιόμετρα για να πάνε και άλλα τόσα για να γυρίσουν!

Για να παρακολουθούν τις συνελεύσεις περιφερείας έπρεπε να καταβάλλουν ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια. Παραδείγματος χάρη, το 1961, εκπρόσωποι από την Ουγκάντα και την Κένυα παρακολούθησαν μια συνέλευση περιφερείας στο Κίτουε, στη Βόρεια Ροδεσία (Ζάμπια). «Απαιτήθηκε να κάνουμε ένα τετραήμερο ταξίδι 1.600 και πλέον χιλιομέτρων στην Ταγκανίκα (Τανζανία) οδηγώντας σε μερικούς από τους χειρότερους δρόμους​—κυρίως χωματόδρομους», θυμάται ένας εκπρόσωπος, «και στη συνέχεια να ταξιδέψουμε άλλες τέσσερις μέρες μέσα στην αποπνικτική ζέστη και στη σκόνη της αφρικανικής σαβάνας για να επιστρέψουμε στην Ουγκάντα. Ήταν πραγματική περιπέτεια, ωστόσο η χαρούμενη συναναστροφή που είχαμε με τόσους αδελφούς και αδελφές αποδείχτηκε μεγάλη ευλογία». Επρόκειτο για επίπονο εγχείρημα που απαίτησε τεράστια προσπάθεια, αλλά από πνευματική άποψη ήταν πολύ αναζωογονητικό!

ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΝ ΖΩΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

Το 1962, η Ουγκάντα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία. Τον επόμενο χρόνο, ο αδελφός Χένσελ επισκέφτηκε το Ναϊρόμπι της Κένυας και εξέτασε το ενδεχόμενο να σταλούν ιεραπόστολοι στην Ουγκάντα. Ποιοι θα διορίζονταν εκεί;

Ο Τομ και η Μπέθελ Μακ Λέιν, από την 37η τάξη της Γαλαάδ, είχαν φτάσει πρόσφατα στο Ναϊρόμπι για να υπηρετήσουν εκεί. Έμειναν έκπληκτοι όταν στη συνέχεια διορίστηκαν στην Καμπάλα. Αλλά δέχτηκαν πρόθυμα αυτή την αλλαγή και έγιναν οι πρώτοι Γαλααδίτες ιεραπόστολοι που υπηρέτησαν στην Ουγκάντα. «Στην αρχή μάς έλειπε η Κένυα», παραδέχεται ο Τομ, «αλλά πολύ γρήγορα αρχίσαμε να απολαμβάνουμε τη διαμονή μας στην Ουγκάντα​—τους φιλικούς ανθρώπους και τη θερμή ανταπόκριση στο έργο μαρτυρίας».

Ο Τομ και η Μπέθελ είχαν αρχίσει να μαθαίνουν σουαχίλι στην Κένυα, αλλά τώρα έπρεπε να μάθουν μια καινούρια γλώσσα​—τη λουγκάντα. Τα μόνα εφόδια που είχαν ήταν η ακλόνητη αποφασιστικότητά τους, η εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά και μια μέθοδος «άνευ διδασκάλου». Τον πρώτο τους μήνα στην Ουγκάντα, αφιέρωσαν 250 ώρες στη μελέτη της καινούριας τους γλώσσας, ενώ το δεύτερο, 150​—εκτός από τις 100 ώρες που δαπανούσαν στην υπηρεσία αγρού. Σιγά σιγά, κατάφεραν να μιλούν με ευχέρεια την καινούρια τους γλώσσα, και έτσι απολάμβαναν θαυμάσια αποτελέσματα στη διακονία τους.

Τον Ιανουάριο του 1964, ο Γκίλμπερτ και η Τζόαν Γουόλτερς, από την 38η τάξη της Γαλαάδ, ήρθαν να υπηρετήσουν μαζί με τον Τομ και την Μπέθελ. Δύο άλλα αντρόγυνα από την 38η τάξη, ο Στίβεν και η Μπάρμπαρα Χάρντι, και ο Ρον και η Τζένι Μπίκνελ, είχαν διοριστεί στο γειτονικό Μπουρούντι, αλλά λόγω προβλημάτων με τις βίζες τους διορίστηκαν και αυτοί στην Ουγκάντα. Σε μικρό χρονικό διάστημα, η Καμπάλα χρειαζόταν και άλλον ιεραποστολικό οίκο.

Η εκκλησία στην Καμπάλα ήταν αλησμόνητη. Σε αυτήν ανήκαν μεταξύ άλλων ο αδελφός Καντού με την οικογένειά του, ο Τζον και η Γιούνις Μπουάλι​—ένα αντρόγυνο ειδικών σκαπανέων από τη Βόρεια Ροδεσία—​με τα παιδιά τους, όπως επίσης η Μάργκαρετ Νιέντι με τα παιδάκια της. Οι συναθροίσεις γίνονταν ουσιαστικά στο ύπαιθρο. «Οι περαστικοί μπορούσαν να μας δουν και να μας ακούσουν, αν και ήμασταν λίγοι», αναπολεί ο Γκίλμπερτ Γουόλτερς. «Η οικογένεια Μπουάλι πρωτοστατούσε ένθερμα στην υμνολογία, ψάλλοντας τους ύμνους της Βασιλείας σε ντισκάντους χωρίς τη συνοδεία μουσικής​—και όλα αυτά σε δημόσια θέα. Έτσι παίρναμε κουράγιο να συνεχίσουμε».

Σε λίγο, ανατέθηκε στον Γκίλμπερτ και στην Τζόαν Γουόλτερς να ιδρύσουν ιεραποστολικό οίκο στην Τζίντζα, όπου δεν είχε γίνει οργανωμένο κήρυγμα μέχρι τότε. Αργότερα, ιδρύθηκαν άλλοι δύο ιεραποστολικοί οίκοι​—ο ένας στην Μπάλε, στη μεθόριο με την Κένυα, και ο άλλος στην Εμπαράρα. Οι ιεραπόστολοι σε αυτούς τους οίκους συνεργάζονταν με αρκετούς ειδικούς σκαπανείς από άλλες χώρες. Ο αγρός ήταν σαφώς “λευκός για θερισμό”. (Ιωάν. 4:35) Αλλά τι μπορούσε να γίνει για να επιταχυνθεί η συγκομιδή;

ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Οι ολοχρόνιοι υπηρέτες στην Ουγκάντα προσπαθούσαν να καλύψουν τον τεράστιο τομέα τους όσο πιο συστηματικά γινόταν. Στη διάρκεια της εβδομάδας, κήρυτταν στα συγκροτήματα κατοικιών, όπου οι δρόμοι και τα τετράγωνα προσδιορίζονται από ονόματα και αριθμούς. Πώς, όμως, μπορούσαν να καλύψουν μεθοδικά τους τομείς στους οποίους οι δρόμοι δεν είχαν ονόματα και τα σπίτια δεν είχαν αριθμό;

«Χωρίζαμε τον τομέα σε λόφους», εξηγεί ο Τομ Μακ Λέιν. «Δύο από εμάς πηγαίναμε από τη μια πλευρά του λόφου και δύο από την άλλη. Ακολουθούσαμε τα μονοπάτια, καλύπτοντας κάθε σημείο του λόφου μέχρι να συναντηθούμε και οι τέσσερις».

Οι αδελφοί από το εξωτερικό άρχισαν γρήγορα να ωφελούνται από τους όλο και περισσότερους αυτόχθονες Μάρτυρες που γνώριζαν τον τομέα και καταλάβαιναν την τοπική κουλτούρα. Από την άλλη, οι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι αποκόμιζαν πολύτιμη πείρα από εκείνους τους αδελφούς και τις αδελφές. Στην Τζίντζα, για παράδειγμα, οι αυτόχθονες αδελφοί συνόδευαν ήδη τους ιεραποστόλους στην υπηρεσία αγρού. Τις Κυριακές άρχιζαν κάνοντας έργο από σπίτι σε σπίτι από τις 8:00 π.μ. ως τις 10:00 π.μ. Στη συνέχεια, έκαναν επί μία ώρα επανεπισκέψεις και κατόπιν διεξήγαν κάποια Γραφική μελέτη μέχρι το μεσημέρι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλα τα μέλη της εκκλησίας ωφελούνταν από την ανταλλαγή γνώσης και ενθάρρυνσης.

Η Τζίντζα, που ήταν τότε η δεύτερη σε μέγεθος πόλη στη χώρα, είχε την πολυτέλεια να διαθέτει υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και, ως εκ τούτου, αποτελούσε πόλο έλξης για τη δημιουργία βιομηχανικών μονάδων. Οι ιεραπόστολοι είχαν μεγάλη επιτυχία δίνοντας μαρτυρία σε πολυσύχναστους σταθμούς ταξί και λεωφορείων. Όσοι είχαν έρθει από μακρινά μέρη δέχονταν ευχαρίστως Βιβλικά έντυπα για να τα διαβάσουν στη διαδρομή. Έτσι λοιπόν, ο σπόρος της Βασιλείας διασκορπιζόταν προς πάσα κατεύθυνση στις γύρω αγροτικές περιοχές.

Οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν επίσης το ραδιόφωνο για να μεταδώσουν τα καλά νέα σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Είχαν τη δική τους τακτική εβδομαδιαία εκπομπή στον κρατικό σταθμό, η οποία ονομαζόταν «Πράγματα που Απασχολούν τους Ανθρώπους». Οι αδελφοί παρουσίαζαν θέματα που υποκινούν σε σκέψεις, όπως «Αντιμετώπιση της Κρίσης στην Οικογενειακή Ζωή» και «Πώς να Προστατευτείτε από το Έγκλημα και τη Βία», ως διάλογο ανάμεσα στον «κύριο Ρόμπινς» και στον «κύριο Λι». Ένας από τους αδελφούς θυμάται: «Ήταν πολύ ασυνήθιστο να ακούει κανείς τη συνομιλία κάποιου Αμερικανού με κάποιον Σκοτσέζο από τη συχνότητα ενός αφρικανικού ραδιοσταθμού. Πολλές φορές, οι άνθρωποι στη διακονία αγρού μάς μιλούσαν για αυτό το πρόγραμμα, πράγμα που δείχνει ότι εξυπηρετούσε το σκοπό του».

ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥΣ ΚΗΡΥΚΕΣ

Ο όμιλος στην Τζίντζα διεξήγε τότε τις συναθροίσεις του στο πολιτιστικό κέντρο του κυριότερου συγκροτήματος κατοικιών, του Ουαλουκούμπα. «Πολλοί αδελφοί ήταν καινούριοι», θυμάται ο Τομ Κουκ, «και τα έντυπα που είχαν για να προετοιμάσουν τους διορισμούς τους στη συνάθροιση ήταν λίγα». Τι μπορούσε να γίνει;

«Οι ιεραπόστολοι οργάνωσαν μια βιβλιοθήκη στο σπίτι ενός αδελφού που ζούσε στο κέντρο του συγκροτήματος κατοικιών», διηγείται ο Τομ. «Κάθε Δευτέρα βράδυ, όσοι είχαν διορισμούς πήγαιναν εκεί για να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη και για να λάβουν βοήθεια ώστε να προετοιμάσουν τις ομιλίες τους». Τώρα υπάρχουν αρκετές εκκλησίες στα περίχωρα της Τζίντζα που διαπιστώνουν ότι το πνευματικό ψάρεμα εξακολουθεί να είναι αποδοτικό σε αυτή την κύρια πηγή του Νείλου.

ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΡΟΑΓΟΥΝ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΥΞΗΣΗ

Το Σεπτέμβριο του 1963, το έργο κηρύγματος στην Ουγκάντα τέθηκε υπό την επίβλεψη του νεοσυσταθέντος γραφείου τμήματος στην Κένυα. Ο Γουίλιαμ Νίσμπετ, περιοδεύων επίσκοπος, διορίστηκε να επισκέπτεται την Ουγκάντα, μαζί με τη σύζυγό του, τη Μιούριελ, ως τμήμα της περιοχής του που είχε βάση το Ναϊρόμπι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γουίλιαμ βάδιζε στα χνάρια των μεγαλύτερων πρωτοπόρων αδελφών του, του Ρόμπερτ και του Τζορτζ, οι οποίοι είχαν κηρύξει στην Ουγκάντα περίπου 30 χρόνια πρωτύτερα. Οι ευαγγελιζόμενοι ωφελούνταν τώρα από τη σκληρή εργασία μιας «δεύτερης φουρνιάς» της οικογένειας Νίσμπετ.

Το ενδιαφέρον των ανθρώπων μεγάλωνε, σχηματίζονταν όλο και περισσότεροι όμιλοι, και υπήρχαν διάσπαρτοι ευαγγελιζόμενοι σε μεγάλη έκταση. Ως αποτέλεσμα, οι τακτικές επισκέψεις των περιοδευόντων επισκόπων έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην παροχή εκπαίδευσης και ενθάρρυνσης, καθώς και στη διαβεβαίωση των απομονωμένων αδελφών ότι «τα μάτια του Ιεχωβά είναι στραμμένα πάνω στους δικαίους».​—1 Πέτρ. 3:12.

Το 1965, ο Στίβεν και η Μπάρμπαρα Χάρντι υπηρετούσαν σε μια περιοχή η οποία εκτεινόταν από την Ουγκάντα ως τα νησιά Σεϋχέλλες του Ινδικού Ωκεανού, 2.600 χιλιόμετρα μακριά. Κάποια στιγμή, οι δυο τους προχώρησαν σε «εξερεύνηση» της Ουγκάντας για να εντοπίσουν τα μέρη που προσφέρονταν περισσότερο για το διορισμό σκαπανέων. Χρησιμοποιώντας ένα Φολκσβάγκεν Κόμπι, το οποίο τους είχε δανείσει το γραφείο τμήματος της Κένυας ως μεταφορικό μέσο και κατάλυμα, κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της Ουγκάντας σε έξι μόλις εβδομάδες, επισκεπτόμενοι τις πόλεις Μασάκα, Εμπαράρα, Καμπάλε, Μασίντι, Χόιμα, Φορτ Πόρταλ, Αρούα, Γκούλου, Λίρα και Σορότι.

«Το ταξίδι ήταν συναρπαστικό», αφηγείται ο αδελφός Χάρντι, «και το κήρυγμα πραγματική απόλαυση. Οι πάντες, μεταξύ αυτών και οι τοπικές αρχές, ήταν εξυπηρετικοί και φιλικοί. Πολλές φορές, όταν πηγαίναμε σε κάποιο σπίτι για να μιλήσουμε με τον οικοδεσπότη, η επίσκεψη εξελισσόταν σε “δημόσια ομιλία”, εφόσον μαζεύονταν επίσης γείτονες και περαστικοί για να ακούσουν το άγγελμά μας. Ακόμη και όταν κάναμε στάσεις σε σημεία που νομίζαμε ότι ήταν απόμερα, άρχιζαν αμέσως να μας πλησιάζουν χαμογελαστοί άνθρωποι, θεωρώντας μας επισκέπτες τους. Τα αποθέματα των εντύπων που είχαμε μαζί μας μειώθηκαν γρήγορα. Διαθέσαμε περίπου 500 βιβλία και κάναμε πολλές συνδρομές στη Σκοπιά και στο Ξύπνα!»

Η φιλικότητα και η περιέργεια των κατοίκων της Ουγκάντας, καθώς και το ενδιαφέρον τους για τα πνευματικά ζητήματα, υποδήλωναν μεγάλες δυνατότητες για πνευματική αύξηση. Προπαντός, το ζεύγος Χάρντι γεύτηκε προς μεγάλη του χαρά την ευλογία του Ιεχωβά στο έργο κηρύγματος σε αυτόν το γόνιμο αγρό.

Ο ΙΕΧΩΒΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΑΥΞΑΝΕΙ

Ορόσημο στην ιστορία του λαού του Ιεχωβά στην Ουγκάντα αποτέλεσε η καταχώριση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής στις 12 Αυγούστου 1965, με την οποία αναγνωρίστηκε νομικά το έργο μαθήτευσης που επιτελούμε. Μερικοί αυτόχθονες με ειλικρινή καρδιά​—όπως ο Τζορτζ Μαγιέντε, ο Πίτερ και η Έστερ Τζάμπι, καθώς και η Άιντα Σάλι—​σχημάτισαν έναν μικρό αλλά συμπαγή πυρήνα ακλόνητων Μαρτύρων τη δεκαετία του 1960. Το 1969, σύμφωνα με την έκθεση της Ουγκάντας, υπήρχαν 75 ευαγγελιζόμενοι διασκορπισμένοι σε πληθυσμό περίπου οχτώ εκατομμυρίων, έτσι ώστε αναλογούσε ένας Μάρτυρας σε εκατό χιλιάδες και πλέον άτομα. Το 1970, οι διαγγελείς της Βασιλείας έφτασαν τους 97, ενώ το 1971, τους 128. Το 1972, υπήρχαν 162 δραστήριοι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουγκάντα.

Μολονότι η αύξηση ήταν ενθαρρυντική, οι αδελφοί ήξεραν ότι η δύναμή τους έγκειτο, όχι στον αυξανόμενο αριθμό τους, αλλά στον “Θεό που το κάνει να αυξάνει”. (1 Κορ. 3:7) Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι η δεκαετία του 1970 θα επέφερε δραματικές αλλαγές στη ζωή τους και θα έθετε σοβαρές δοκιμασίες για την πίστη τους. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971 υπό την ηγεσία του στρατηγού Ίντι Αμίν, ακολούθησε μια δικτατορία που ανέτρεψε τα πάντα στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και προκάλεσε πολλές χιλιάδες θανάτους. Σημειώνονταν όλο και περισσότερες αψιμαχίες ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και σε φατρίες αντίθετες στο καινούριο καθεστώς. Κατά διαστήματα έκλειναν τα σύνορα με γειτονικές χώρες. Επιβαλλόταν απαγόρευση της κυκλοφορίας. Άνθρωποι άρχισαν να εξαφανίζονται. Άλλοι τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Πώς θα αντιμετώπιζαν οι ειρηνόφιλοι αδελφοί και αδελφές μας στην Ουγκάντα αυτές τις ταραχές, τον εκφοβισμό και τη βία;

«ΘΕΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ» Ή ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ;

Ακριβώς τότε, γίνονταν σχέδια για να διεξαχθεί στην Καμπάλα η Συνέλευση Περιφερείας του 1972 «Θεία Κυριαρχία»​—η πρώτη συνέλευση περιφερείας στην Ουγκάντα. Αναμένονταν εκπρόσωποι από την Κένυα, την Τανζανία και τη μακρινή Αιθιοπία. Πώς θα τα έβγαζαν πέρα με τις υποβόσκουσες εντάσεις, τις κλιμακούμενες πολιτικές και φυλετικές συγκρούσεις και την ταλαιπωρία στα σύνορα; Μήπως έπρεπε να ματαιωθεί η συνέλευση; Οι αδελφοί έκαναν τη συνέλευση θέμα θερμής προσευχής, ζητώντας την καθοδήγηση του Ιεχωβά όσον αφορά τις διευθετήσεις της και τους εκπροσώπους που θα ταξίδευαν.

Αργότερα, φάνηκε ότι τα πράγματα πήραν ακόμη χειρότερη τροπή, όταν οι εκπρόσωποι, φτάνοντας στα σύνορα, έβλεπαν μεγάλες ομάδες ανθρώπων να εγκαταλείπουν τη χώρα! Οι περισσότεροι έφευγαν λόγω ενός κυβερνητικού διατάγματος με το οποίο απελαύνονταν όλοι οι Ασιάτες που δεν είχαν την υπηκοότητα​—κυρίως Ινδοί και Πακιστανοί. Πολλοί, όπως κάποιοι ξένοι εκπαιδευτικοί, αναχωρούσαν φοβούμενοι ότι το διάταγμα αυτό προμήνυε άσχημες εξελίξεις και για άλλες εθνότητες. Παρ’ όλα αυτά, όσοι επρόκειτο να παρακολουθήσουν τη συνέλευση συνέχισαν να καταφθάνουν. Τι θα συναντούσαν σε μια πόλη έτοιμη να εκραγεί εξαιτίας των πολιτικών εντάσεων;

Παραδόξως, διαπίστωσαν ότι στην Καμπάλα επικρατούσε μεγάλη ηρεμία, και οι αδελφοί με τους ενδιαφερομένους περίμεναν με χαρά στο χώρο της συνέλευσης την άφιξη των επισκεπτών τους. Εξεπλάγησαν επίσης όταν είδαν ότι οι αρχές είχαν επιτρέψει να αναρτηθεί στον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Καμπάλα ένα τεράστιο πανό που διαφήμιζε την ημερομηνία και την τοποθεσία της συνέλευσης. Ενώ συνέβαιναν πρωτοφανείς ταραχές, στο πανό ήταν γραμμένος με έντονα γράμματα ο τίτλος της δημόσιας ομιλίας: «Θεία Κυριαρχία​—Η Μόνη Ελπίδα για Όλη την Ανθρωπότητα»!

Το πρόγραμμα διεξάχθηκε απρόσκοπτα, και οι παρόντες έφτασαν τους 937​—σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της αγνής λατρείας στην Ουγκάντα. Έπειτα, μολονότι κατά την επιστροφή τους οι ξένοι εκπρόσωποι αντιμετώπισαν προβλήματα στα σύνορα, ο ζήλος τους παρέμεινε αμείωτος, όλοι γύρισαν δε στα σπίτια τους ασφαλείς. Εν μέσω της κλιμακούμενης πολιτικής αστάθειας, ο λαός του Ιεχωβά είχε γνωστοποιήσει με θάρρος την αφοσίωσή του στον Υπέρτατο Κυρίαρχό του. Και σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, ο Θεός είχε δώσει στο λαό του “τόλμη με ισχύ”.​—Ψαλμ. 138:3.

Ανάμεσα στους ντόπιους που παρευρέθηκαν ήταν ο Τζορτζ και η Γκέρτρουντ Οχόλα. «Αυτή ήταν η πρώτη μου συνέλευση», αναπολεί η Γκέρτρουντ, «στην οποία και βαφτίστηκα!» Ο Τζορτζ, όμως, δεν είχε γίνει ακόμη Μάρτυρας. Ήταν φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, και το στάδιο τον ενδιέφερε περισσότερο ως χώρος αθλητικών εκδηλώσεων. Ωστόσο, η καλή διαγωγή της συζύγου του και η Γραφική μελέτη που έκανε ο ίδιος τον υποκίνησαν τελικά να συμβολίσει την αφιέρωσή του με το βάφτισμα στην Κένυα το 1975.

Η Γκέρτρουντ θυμάται ότι ήταν από τα πρώτα άτομα που γνώρισαν την αλήθεια στη βόρεια Ουγκάντα. «Το 1972, όταν βαφτίστηκα», αφηγείται, «ένιωθα εντελώς απομονωμένη. Τώρα υπάρχει Αίθουσα Βασιλείας εδώ, καθώς επίσης ιεραποστολικός οίκος και μεταφραστικό γραφείο. Γι’ αυτό, είμαι ακόμη πιο ενθουσιασμένη από ό,τι ήμουν όταν βαφτίστηκα!»

“ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΚΑΙΡΟΣ”

Εντελώς απροειδοποίητα, στις 8 Ιουνίου 1973, ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση ότι είχαν τεθεί υπό απαγόρευση 12 θρησκευτικές ομάδες, μεταξύ των οποίων και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η νέα κυβέρνηση είχε δημιουργήσει κλίμα φόβου και καχυποψίας, παρουσιάζοντας ψευδώς τους ξένους ως κατασκόπους. Οι ιεραπόστολοι δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο στη δημόσια διακονία. Για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουγκάντα είχε αρχίσει ένας ιδιαίτερα “δυσμενής καιρός”. (2 Τιμ. 4:2) Τι θα τους συνέβαινε;

Δύο ζευγάρια ιεραποστόλων είχαν ήδη φύγει από τη χώρα εκείνο το έτος όταν απορρίφθηκαν οι αιτήσεις για παράταση της άδειας παραμονής τους. Στα μέσα Ιουλίου, και οι 12 εναπομείναντες ιεραπόστολοι είχαν απελαθεί. Οι αδελφοί που είχαν έρθει από το εξωτερικό για να υπηρετήσουν εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη κατάφεραν να μείνουν λίγο ακόμη χάρη στην εργασία τους, αλλά η ελευθερία τους ήταν βραχύβια. Το επόμενο έτος, υποχρεώθηκαν όλοι να εγκαταλείψουν τη χώρα.

“ΣΤΑΘΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΙ”

Όπως είναι ευνόητο, οι υπόλοιποι ευαγγελιζόμενοι στην Ουγκάντα στενοχωρήθηκαν όταν έφυγαν οι αγαπητοί αδελφοί και αδελφές που είχαν έρθει από το εξωτερικό. Αλλά με τη δύναμη του Ιεχωβά αποδείχτηκαν “σταθεροί και αμετακίνητοι”. (1 Κορ. 15:58) Χαρακτηριστική του όσιου πνεύματός τους ήταν η αυθόρμητη αντίδραση ενός ηλικιωμένου αδελφού, του Έρνεστ Γουαμάλα, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν τεθεί υπό απαγόρευση, ρώτησε: «Πώς μπορούν να θέσουν υπό απαγόρευση αυτό που έχω στην καρδιά μου;»

Πώς θα τα κατάφερναν οι ντόπιοι πρεσβύτεροι, όπως ο Τζορτζ Καντού και ο Πίτερ Τζάμπι, τώρα που όλοι οι πρεσβύτεροι από το εξωτερικό είχαν φύγει; Το γεγονός ότι ήταν πολύ πνευματικά άτομα και ήξεραν καλά την τοπική κουλτούρα αποδείχτηκε ευλογία. «Αν κάποιος στην Ουγκάντα θέλει να γνωρίσει την αλήθεια και να υπηρετήσει τον Ιεχωβά», εξηγεί ο αδελφός Τζάμπι, «απαιτείται μεγάλη αυτοπειθαρχία για να εγκαταλείψει έθιμα που συγκρούονται με τους κανόνες του Ιεχωβά. Η αυτοπειθαρχία ήταν ιδιαίτερα ζωτική για τους υπεύθυνους αδελφούς που έπρεπε να βασίζονται αποκλειστικά στις γραπτές οδηγίες από την οργάνωση του Ιεχωβά». Η διεξοδική προσωπική μελέτη βοήθησε τους ντόπιους πρεσβυτέρους να μην παροδηγηθούν από την εσφαλμένη ανθρώπινη σοφία. Ως αποτέλεσμα, αυτή η περίοδος δοκιμασιών αποδείχτηκε για το λαό του Ιεχωβά καιρός πνευματικής προόδου, όχι οπισθοχώρησης.

Από την άλλη πλευρά, ο υπόλοιπος πληθυσμός ένιωθε όλο και πιο ανασφαλής. Πολλοί δέχονταν απειλές, και ορισμένοι ζούσαν με τον τρόμο των στρατιωτικών. Η διαφθορά οργίαζε, και η οικονομία κατέρρευσε. Μια υπέροχη χώρα υφίστατο οδυνηρά τραύματα. Θα εξακολουθούσαν οι πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά στην Ουγκάντα να βρίσκουν αιτίες χαράς σε αυτή την περίοδο δοκιμασιών;

ΧΑΡΩΠΕΣ ΣΥΝΑΞΕΙΣ

Η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να απαγορεύει όλες τις πολιτικές συγκεντρώσεις που θεωρούσε απειλητικές για το καθεστώς. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παρέμεναν αυστηρά ουδέτεροι, αλλά σέβονταν και την οδηγία της Γραφής να μην παύουν να συναθροίζονται για να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον. (Εβρ. 10:24, 25) Χρειαζόταν να επιδεικνύουν μεγάλο θάρρος και ευρηματικότητα προκειμένου να συνεχίσουν να συναθροίζονται υπό το βλέμμα των καχύποπτων αξιωματούχων. Πώς θα μπορούσαν οι υπηρέτες του Θεού να μην τραβούν την προσοχή στις αθώες συνάξεις τους;

Πρώτα από όλα, χώρισαν τους ευαγγελιζομένους σε μικρότερους ομίλους για να παρακολουθούν τις περισσότερες συναθροίσεις σε σπίτια. Όταν συγκεντρώνονταν κατά μεγαλύτερες ομάδες, προφασίζονταν ότι απολάμβαναν ένα γεύμα στο ύπαιθρο. Για παράδειγμα, μια φορά το μήνα ολόκληρη η εκκλησία συγκεντρωνόταν για μια ομιλία και τη Μελέτη Σκοπιάς. Οι αδελφοί διοργάνωναν υπαίθρια γεύματα σε πάρκα ή στον κήπο κάποιου ατόμου. Η τακτική απέδιδε, επειδή οι κάτοικοι αυτής της χώρας, όντας οι ίδιοι κοινωνικά άτομα, δεν θεωρούσαν παράξενο το ότι μερικοί φίλοι ή συγγενείς μαζεύονταν για να περάσουν καλά. Οι αδελφοί, εκτός του ότι έφερναν διακριτικά μαζί τους τις Γραφές τους και τα βιβλία μελέτης, είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη ευχέρεια στο να φέρνουν και όλα τα απαραίτητα για ένα κανονικό υπαίθριο γεύμα! Τέτοιου είδους συγκεντρώσεις τούς έκαναν να σκέφτονται πόσο πρέπει να απολάμβαναν οι αρχαίοι Ισραηλίτες τις θρησκευτικές τους γιορτές.​—Δευτ. 16:15.

Σε όλη τη διάρκεια της απαγόρευσης, διεξάγονταν με τον ίδιο τρόπο συντομευμένες συνελεύσεις περιοχής. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να τους εμποδίσει, οι αδελφοί δεν σταμάτησαν ποτέ να συναθροίζονται ή να κηρύττουν τα καλά νέα. Μερικοί, μάλιστα, κατάφερναν να παρακολουθούν τις συνελεύσεις περιφερείας στο Ναϊρόμπι και, όταν επέστρεφαν, αφηγούνταν στους άλλους τις ενθαρρυντικές εμπειρίες τους.

“ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΣΑΝ ΤΑ ΦΙΔΙΑ, ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ ΑΘΩΟΙ ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ”

Οι υπεύθυνοι αδελφοί είχαν λόγους να πιστεύουν ότι, αν ήταν «προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια», η απαγόρευση ίσως να μην εφαρμοζόταν αυστηρά, και οι θεοκρατικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να συνεχιστούν. (Ματθ. 10:16) Έτσι λοιπόν, με τη δέουσα προσοχή, οι ειδικοί σκαπανείς συνέχισαν να υπηρετούν στους διορισμούς τους, και οι ευαγγελιζόμενοι εξακολούθησαν να συμμετέχουν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι.

Φυσικά, μερικοί δεν χαίρονταν όταν έβλεπαν Μάρτυρες του Ιεχωβά στην πόρτα τους. Κάποια μέρα, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Πίτερ Τζάμπι ήταν στο έργο με έναν έφηβο, τον Φρεντ Νιέντι. Ο Φρεντ ήταν βρέφος όταν η μητέρα του γνώρισε την αλήθεια το 1962. Τώρα πια είχε μεγαλώσει, και η ωριμότητά του επρόκειτο να δοκιμαστεί.

Ένας θυμωμένος οικοδεσπότης​—προφανώς κάποιος αστυνομικός με πολιτικά—​κατάλαβε ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους συνέλαβε και τους ανάγκασε να μπουν στο όχημά του. Οι αδελφοί ανησυχούσαν δικαιολογημένα επειδή χιλιάδες άνθρωποι που είχαν συλληφθεί με αυτόν τον τρόπο στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Επίσης, τα βασανιστήρια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο με οποιαδήποτε πρόφαση​—ή και με καμία. Καθ’ οδόν για την Ασφάλεια, ο Πίτερ και ο Φρεντ είχαν το χρόνο να προσευχηθούν στον Ιεχωβά για να τους δώσει δύναμη να παραμείνουν ήρεμοι και πιστοί. Ο αστυνομικός τούς πήγε σε κάποιον ανώτερό του εξαπολύοντας εναντίον τους κατηγορίες και κατακλύζοντάς τους με ερωτήσεις. Ωστόσο, ο Πίτερ και ο Φρεντ είδαν από πρώτο χέρι πόσο αληθινά είναι τα λόγια του εδαφίου Παροιμίες 25:15: «Με υπομονή πείθεται ο διοικητής, και η γλώσσα που εκδηλώνει πραότητα μπορεί να σπάσει κόκαλα». Ευτυχώς, εκείνο το απόγευμα δεν έσπασαν κατά γράμμα κόκαλα. Η ήρεμη εξήγηση που έδωσε ο Πίτερ σχετικά με τη νομοταγή μας στάση και την προσκόλλησή μας στις Γραφικές διδασκαλίες, καθώς και ο σεβασμός που εκδήλωσαν οι δύο αδελφοί τόσο με τη συμπεριφορά τους όσο και με τις απαντήσεις τους, έσπασαν την προκατάληψη του αξιωματικού. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;

Ο αξιωματικός, όχι μόνο άφησε ελεύθερους τον Πίτερ και το νεαρό Φρεντ, αλλά διέταξε τον άντρα που τους είχε συλλάβει να τους πάει με αυτοκίνητο πίσω στον τομέα! Ο ταπεινωμένος «συνοδός» τους συμμορφώθηκε απρόθυμα, και οι αδελφοί ευχαρίστησαν τον Ιεχωβά για τη διάσωσή τους.

Άλλες «συναντήσεις» με την αστυνομία δεν ήταν τόσο φορτισμένες. Για παράδειγμα, ο Ιμάνιουελ Τσαμίζα και η σύζυγός του έκαναν κρυφά συναθροίσεις στο σπίτι τους στο Εντέμπε, τις οποίες παρακολουθούσαν η οικογένειά τους και λίγοι ενδιαφερόμενοι. Για να μην είναι προβλέψιμες οι κινήσεις του, ο Ιμάνιουελ διεξήγε τις Γραφικές μελέτες του σε διαφορετική τοποθεσία κάθε φορά. Έπειτα από λίγο καιρό θεώρησε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε για να ξεφεύγει από την αστυνομία ήταν αποτελεσματικές. Κάποια μέρα, όταν ολοκλήρωσε μια Γραφική μελέτη στους Βοτανικούς Κήπους του Εντέμπε, είδε έναν αστυνομικό να τον πλησιάζει και προσπάθησε να κρύψει στα γρήγορα τα έντυπα μελέτης. «Γιατί κρύβεις τα βιβλία σου;» ρώτησε εκείνος. «Ξέρουμε τι κάνετε. Ξέρουμε ότι είστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ξέρουμε ακόμη και πού συναθροίζεστε. Αν θέλαμε, θα σας είχαμε συλλάβει εδώ και καιρό. Εσείς, όμως, συνεχίστε το έργο σας». Ο Ιμάνιουελ πράγματι συνέχισε​—και μάλιστα πολύ πιστά!

Αργότερα, όταν συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στο χωριό του, υπέμεινε μεγάλη εναντίωση και χλευασμό. Όπως συνέβη με τον Ιησού, έτσι και αυτόν δεν τον “τιμούσαν στον τόπο του”. (Μάρκ. 6:4) Ωστόσο, ο Ιμάνιουελ, ο οποίος πλησίαζε τα 80, συνέχισε να “ακμάζει στον καιρό των γκρίζων μαλλιών”, και κάλυπτε σε τακτική βάση με το ποδήλατό του 30 χιλιόμετρα πηγαίνοντας στις συναθροίσεις και άλλα τόσα επιστρέφοντας από αυτές. (Ψαλμ. 92:14) Σήμερα, σχεδόν στα 90 του, συνεχίζει να υπηρετεί πιστά ως διακονικός υπηρέτης, αν και δεν χρησιμοποιεί το ποδήλατό του όσο θα ήθελε.

ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΙ ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ

Παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, υπήρχαν πάντοτε κάποιοι που έβρισκαν τρόπο να υπηρετούν ως σκαπανείς. Ένας ανοιχτόκαρδος σκαπανέας εκείνη την εποχή ήταν ο Τζέιμς Λουερεκέρα, κυβερνητικός υπάλληλος, ο οποίος βαφτίστηκε το 1974. Λίγο μετά το βάφτισμά του, έγινε γεωργός προκειμένου να κηρύξει τα καλά νέα στον τόπο του. Η σύζυγός του έκανε και αυτή μελέτη για λίγο αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, εναντιωνόταν όλο και περισσότερο στον Τζέιμς.

Για παράδειγμα, ένα πρωί, προτού ξημερώσει, ο Τζέιμς μαζί με μερικούς αδελφούς ξεκίνησαν για μια συνέλευση περιφερείας στο Ναϊρόμπι. Αργότερα, όταν η αστυνομία τούς σταμάτησε για έλεγχο, οι αδελφοί παρατήρησαν κάτι περίεργο στο ντύσιμο του Τζέιμς​—τα ρούχα του δεν ταίριαζαν μεταξύ τους ούτε εφάρμοζαν σωστά, πράγμα ασυνήθιστο για αυτόν. Αρχικά, εκείνος αστειεύτηκε λέγοντας ότι είχε ντυθεί βιαστικά στο σκοτάδι. Αλλά όταν οι φίλοι του τον πίεσαν να τους πει τι έγινε, παραδέχτηκε ότι η σύζυγός του είχε κρύψει τα καλά του ρούχα για να τον εμποδίσει να πάει στη συνέλευση. Γι’ αυτό, αναγκάστηκε να φορέσει στα γρήγορα ό,τι βρήκε μπροστά του. Οι συνταξιδιώτες του Τζέιμς τού πρόσφεραν με καλοσύνη κάποια δικά τους ρούχα, και εκείνος έφτασε στη συνέλευση ντυμένος ευπρεπώς.

Μερικές φορές η εναντίωση στο σπίτι και στη γειτονιά του Τζέιμς ήταν απλή ενόχληση. Άλλες φορές, ήταν πιο έντονη. Αλλά αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε επί χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζέιμς εγκαρτέρησε με πραότητα και δημιούργησε πιστό υπόμνημα μέχρι το θάνατό του, το 2005. Οι αδελφοί θαυμάζουν την πίστη του μέχρι σήμερα, και ο Θεός του, ο Ιεχωβά, ασφαλώς τη θυμάται.

«ΑΔΕΛΦΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΙΡΟ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑΣ»

«Ο αληθινός σύντροφος αγαπάει πάντοτε και είναι αδελφός που γεννιέται για καιρό στενοχώριας». (Παρ. 17:17) Οι αδελφοί από την Κένυα αποδείχτηκαν αληθινοί σύντροφοι ενόσω οι Μάρτυρες στην Ουγκάντα αντιμετώπιζαν στενοχώριες και κινδύνους τη δεκαετία του 1970. Περιοδεύοντες επίσκοποι και εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος χρειάζονταν θάρρος για να περάσουν τα σύνορα και να πάνε στην Ουγκάντα προκειμένου να στηρίξουν και να ενθαρρύνουν τους αγαπητούς αδελφούς και αδελφές τους.

Το 1978, επικράτησε πολιτικό χάος όταν μια φατρία του στρατού της Ουγκάντας εισέβαλε στο έδαφος της Τανζανίας. Ο στρατός της Τανζανίας ανταπέδωσε ανατρέποντας την κυβέρνηση της Ουγκάντας τον Απρίλιο του 1979, γεγονός που ανάγκασε το στυγνό δικτάτορα, τον Ίντι Αμίν, να τραπεί σε φυγή. Η εσπευσμένη αναχώρηση του Αμίν επέφερε πολλές αλλαγές στην Ουγκάντα. «Μαζί με τον Αμίν», λέει κάποιος αδελφός, «έφυγε και η απαγόρευση». Η εφημερίδα Ουγκάντα Τάιμς (Uganda Times) δημοσίευσε: «Οι Ιεραπόστολοι είναι Ελεύθεροι να Επιστρέψουν». Ο λαός του Ιεχωβά απολάμβανε και πάλι θρησκευτική ελευθερία!

«ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ, ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ»

Μέσα στη σύγχυση που επέφερε η αλλαγή κυβέρνησης, η Ουγκάντα κέρδισε την ελευθερία της αλλά συγχρόνως υπέστη πολλές λεηλασίες. Το κλίμα αναρχίας οδήγησε σε κλοπές και ανείπωτη βία. Ωστόσο, το γραφείο τμήματος της Κένυας διευθέτησε αμέσως να επισκεφτούν την Ουγκάντα ο Γκούντερ Ρέσκε και ο Στάνλεϊ Μακούμπα ώστε να αρχίσουν να διεξάγουν συνελεύσεις περιοχής.

«Δύο εβδομάδες πριν από αυτή τη μεταπολεμική επίσκεψη», αφηγείται ο Γκούντερ, «ήμασταν εκπαιδευτές σε μια σχολή σκαπανέων στο Μέρου, κοντά στο όρος Κένυα. Θυμάμαι ότι διάβαζα στην εφημερίδα για τις πολλές δολοφονίες που γίνονταν στην Καμπάλα, ιδιαίτερα τη νύχτα. Αφού διάβασα μεγαλόφωνα ένα απόσπασμα, είπα αυθόρμητα: “Ορίστε πού μας στέλνουν την επόμενη εβδομάδα!” Αλλά κατόπιν σκέφτηκα: “Μήπως θέλω να μοιάσω στον Ιωνά και να φύγω μακριά από το διορισμό μου;” Αμέσως ηρέμησα και είπα μέσα μου: “Ακόμη και αν θέλουν να με σκοτώσουν, εγώ θα πάω. Δεν θα το βάλω στα πόδια όπως ο Ιωνάς”».

Οι αδελφοί πήγαν, όπως είχε προγραμματιστεί. Ο Στάνλεϊ επισκεπτόταν εκκλησίες στην ενδοχώρα, ενώ ο Γκούντερ υπηρετούσε στις μεγαλύτερες πόλεις. «Πολλά πράγματα έπρεπε να αναδιοργανωθούν μετά τον πόλεμο», θυμούνται οι ίδιοι. «Εκείνον τον καιρό υπήρχαν μόνο 113 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι στην Ουγκάντα. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι που μπορούσαν να συναθροίζονται πάλι ελεύθερα και να κάνουν συνελεύσεις στο ύπαιθρο. Το ευχάριστο μάλιστα ήταν ότι τις παρακολούθησαν 241 άτομα». Αν και οι σπόροι της αλήθειας είχαν ποδοπατηθεί άσχημα, ήταν φανερό ότι μπορούσαν, παρ’ όλα αυτά, να καρποφορήσουν.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Στην Μπάλε, κοντά στα ανατολικά σύνορα της Ουγκάντας, οι δύο επισκέπτες αδελφοί, ο Γκούντερ και ο Στάνλεϊ, στάθμευσαν το αυτοκίνητό τους μπροστά στο σπίτι του ατόμου στο οποίο θα διανυκτέρευαν. Τη νύχτα άκουσαν κάποιους να ξηλώνουν μέρη του αυτοκινήτου. Ο Γκούντερ ήταν έτοιμος να βάλει τις φωνές στους ληστές, αλλά θυμήθηκε ότι εκείνη την εβδομάδα κάποιοι κακοποιοί είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει ένα άτομο που προσπάθησε να σταματήσει μια ληστεία. Ο Γκούντερ το ξανασκέφτηκε και συμπέρανε ότι η αξία του αυτοκινήτου δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αξία της ζωής, οπότε αποφάσισε να μην επέμβει. Όταν ξημέρωσε, διαπίστωσαν ότι τους είχαν κλέψει δύο τροχούς και το παρμπρίζ. Κατήγγειλαν την κλοπή στην αστυνομία, αλλά πήραν τη συμβουλή: «Πάρτε το αυτοκίνητο από εκεί προτού ξανάρθουν οι κλέφτες και αρπάξουν και άλλα εξαρτήματα!»

Το συντομότερο δυνατόν, οι αδελφοί ξεκίνησαν για την Καμπάλα. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο να καλύψουν αυτά τα 250 χιλιόμετρα. Χωρίς παρμπρίζ, και μόνο με μια κουβέρτα για να σκεπάζεται ο Γκούντερ και ένα καπέλο για τον Στάνλεϊ, ήταν εκτεθειμένοι στη βροχή και στον άνεμο. Είχαν αντικαταστήσει τους κλεμμένους τροχούς με τη ρεζέρβα και με έναν δανεικό τροχό που έχανε αέρα. Τους είχε ζητηθεί, μάλιστα, να επιστρέψουν το δανεικό τροχό μέσα σε δύο μέρες, πράγμα που τους άγχωνε ακόμη περισσότερο! Οι αδελφοί κρατούσαν την ανάσα τους ελπίζοντας ότι και οι τροχοί θα κρατούσαν τον αέρα τους.

Τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο δύσκολα επειδή ο Γκούντερ και ο Στάνλεϊ έπρεπε να διασχίσουν μια δασική περιοχή, διαβόητη για τους ληστές που υπήρχαν εκεί. «Να οδηγείτε γρήγορα», τους συμβούλεψε εκείνος που τους φιλοξενούσε, «και μην αφήνετε κανέναν να σας προσπεράσει». Οι γενναίοι αδελφοί έφτασαν προς μεγάλη τους ανακούφιση ασφαλείς στην Καμπάλα​—και σε χρόνο ρεκόρ. Μάλιστα, πρόλαβαν να βρουν κάποιον που θα επέστρεφε το δανεικό τροχό στην Μπάλε.

ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

Το 1980, όταν ο αδελφός Ρέσκε επισκέφτηκε τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, του ζητήθηκε να παρουσιάσει μια έκθεση στην οικογένεια Μπέθελ σχετικά με τις εξελίξεις στην Ουγκάντα. Έπειτα, τα μέλη του Κυβερνώντος Σώματος ανέφεραν ότι θα ήθελαν να στείλουν εκ νέου ιεραποστόλους εκεί. Όλοι συμφωνούσαν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για περισσότερη ιεραποστολική δραστηριότητα. Ήταν και πάλι δυνατόν να γίνονται μεγαλύτερες συνάξεις, ενώ το 1981 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων είχε ήδη αυξηθεί ξανά, φτάνοντας τους 175. Μάλιστα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η Ουγκάντα κατέγραψε τον εντυπωσιακό νέο ανώτατο αριθμό των 206 ευαγγελιζομένων.

Δυστυχώς, όμως, εγκαταλειμμένα όπλα και πυρομαχικά από τις εχθροπραξίες της περασμένης δεκαετίας είχαν πέσει στα χέρια πολλών αδίστακτων ανθρώπων. Οι απρόσμενοι πυροβολισμοί και οι ληστείες είχαν πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Ενεργώντας προσεκτικά, οι κήρυκες των καλών νέων προσπαθούσαν να διανέμουν σε όλο τον τομέα τα έντυπά μας με το Γραφικό παρηγορητικό άγγελμα. Ως αποτέλεσμα, κάθε ευαγγελιζόμενος διέθεσε κατά μέσο όρο 12,5 περιοδικά εκείνον τον Ιούλιο. Ωστόσο, η σύνεση υπαγόρευε να περιορίζονται η υπηρεσία αγρού και άλλες δραστηριότητες μόνο τις ώρες της ημέρας, επειδή τη νύχτα ο κίνδυνος επιθέσεων ήταν πολύ μεγαλύτερος. Παρά τους κινδύνους, όμως, οι δυνατότητες για αύξηση ήταν ολοφάνερες.

ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

Οι απόφοιτοι της Γαλαάδ Τζέφρι Γουέλτς και Άρι Παλβάινεν έφτασαν στην Καμπάλα από την Κένυα, το Σεπτέμβριο του 1982. Ευθύς εξαρχής, ο Τζεφ και ο Άρι, όπως αποκαλούσαν τους δύο αδελφούς, είχαν ανταμειφτικά αποτελέσματα. «Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι πεινούσαν για πνευματικά πράγματα», θυμάται ο Τζεφ, «και έτσι έπαιρναν ευχαρίστως τα ενδιαφέροντα περιοδικά μας».

Το Δεκέμβριο, ο Χάιντς και η Μαριάνε Βέρντχολτς, από το Παράρτημα της Σχολής Γαλαάδ στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, ήρθαν να υπηρετήσουν μαζί με τον Τζεφ και τον Άρι. Από την αρχή, το ζεύγος Βέρντχολτς εντυπωσιάστηκε βαθιά βλέποντας πώς κατάφερναν οι αδελφοί τους στην Ουγκάντα να ευημερούν στο παρηκμασμένο και επικίνδυνο περιβάλλον της χώρας.

«Πολλές υπηρεσίες», θυμάται ο Χάιντς, «όπως η ύδρευση και οι επικοινωνίες βρίσκονταν υπό διάλυση. Η πολιτική κατάσταση παρέμενε τεταμένη. Επανειλημμένα κυκλοφορούσαν φήμες για πραξικόπημα, και υπήρχαν παντού στρατιωτικά οδοφράγματα. Οι πυροβολισμοί και οι ληστείες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, ιδιαίτερα τη νύχτα. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι δρόμοι ερήμωναν. Όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους ελπίζοντας​—και συχνά προσευχόμενοι—​να περάσει η νύχτα χωρίς απρόσκλητους επισκέπτες».

Ο Χάιντς και η Μαριάνε προσκλήθηκαν να μείνουν με τον Σαμ Γουάισουα και την οικογένειά του, ενόσω θα έψαχναν για κάποιο σπίτι το οποίο θα χρησιμοποιούσαν ως ιεραποστολικό οίκο. Μολονότι ο Σαμ ήταν εκπαιδευτικός, οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα είχαν περιορίσει δραστικά το εισόδημά του, γεγονός που έδινε ιδιαίτερη αξία στη φιλοξενία που πρόσφεραν ως οικογένεια.

«Ήταν δύσκολο να βρούμε σπίτι σε ασφαλή περιοχή», λέει ο Χάιντς, «γι’ αυτό και μείναμε στο σπίτι του Σαμ πέντε ολόκληρους μήνες. Εκείνη την περίοδο γνωριστήκαμε πολύ καλά. Μερικές φορές η μεγάλη του οικογένεια έτρωγε μόνο ένα γεύμα τη μέρα, αλλά ήταν πάντοτε χαρούμενοι. Τα παιδιά υπάκουαν και εκδήλωναν σεβασμό. Επειδή το σύστημα ύδρευσης της πόλης υπολειτουργούσε, τα παιδιά έπρεπε να μεταφέρουν στο σπίτι πλαστικά δοχεία των είκοσι λίτρων γεμάτα νερό πάνω στο κεφάλι τους. Όταν επιστρέφαμε από τη διακονία, υπήρχε πάντα φρέσκο νερό για εμάς. Ασφαλώς, μάθαμε να κάνουμε οικονομία. Για παράδειγμα, πλενόμασταν με λίγα μόνο λίτρα, και κρατούσαμε το χρησιμοποιημένο νερό σε μια λεκάνη για να το ρίχνουμε στην τουαλέτα».

Τον Απρίλιο του 1983, περίπου δέκα χρόνια αφότου οι πρώτοι ιεραπόστολοι είχαν απελαθεί από την Ουγκάντα, οι τέσσερις καινούριοι ιεραπόστολοι βρήκαν έναν οίκο σε μια σχετικά ασφαλή περιοχή. Η γενική ανασφάλεια και οι ελλείψεις των αναγκαίων προκαλούσαν πολλά προβλήματα, αλλά η αγάπη των ντόπιων αδελφών αντιστάθμιζε με το παραπάνω τις δυσκολίες.

«Μεταδίδαμε πάντοτε με χαρά τα καλά νέα στους ανθρώπους», εξηγεί η Μαριάνε. «Ήταν θρησκευόμενοι, οι περισσότεροι είχαν Αγία Γραφή και δέχονταν να κάνουν συζητήσεις. Ήταν προσιτοί και καλότροποι. Παρά δε τις οικονομικές και άλλες δυσχέρειες, είχαν πάντοτε ένα πλατύ χαμόγελο».

ΟΙ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πολλοί ηλικιωμένοι, οι οποίοι χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στην κουλτούρα της Ουγκάντας, έχουν ανταποκριθεί στα καλά νέα και υπηρετούν τον Ιεχωβά στην προχωρημένη τους ηλικία. Για παράδειγμα, ο Πάουλο Μουκάσα, πρώην δάσκαλος, ήταν 89 χρονών όταν γνώρισε την αλήθεια. Έχοντας ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, την αποικιακή διακυβέρνηση, μια απάνθρωπη δικτατορία και άλλες πολιτικές αναταραχές, ο Πάουλο ήθελε πολύ να μάθει για τη Βασιλεία του Θεού. Χάρηκε όταν ανακάλυψε ότι ο Μεσσιανικός Βασιλιάς, ο Ιησούς Χριστός, “θα ελευθερώσει τον φτωχό και τον ταλαιπωρημένο από την καταδυνάστευση και τη βία”.​—Ψαλμ. 72:12, 14.

Δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Πάουλο απέκτησε τα προσόντα να βαφτιστεί, οι αδελφοί αναρωτιούνταν: “Μπορούμε όντως να βυθίσουμε εντελώς στο νερό ένα τόσο ηλικιωμένο άτομο;” Αλλά αδίκως ανησυχούσαν. Ενώ ένας φοβισμένος νεαρός υποψήφιος δίσταζε να μπει στο νερό, ο ηλικίας 91 χρονών Πάουλο βαφτίστηκε και βγήκε από το νερό όλο χαμόγελα. Μολονότι είχε κάποιους περιορισμούς στη διακονία του, ο Πάουλο μετέδιδε με ζήλο τα καλά νέα της Βασιλείας σε όποιον τον επισκεπτόταν μέχρι το θάνατό του, μερικά χρόνια αργότερα.

Η Λοβίνσα Νακαγίμα ήταν άλλο ένα άτομο που είχε να αντιμετωπίσει, όχι μόνο την προχωρημένη ηλικία, αλλά και την κακή υγεία. Λόγω κάποιας ασθένειας, τα πόδια της ήταν τόσο πρησμένα ώστε δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς βοήθεια. Ωστόσο, όταν οι αδελφοί στην εκκλησία έλαβαν την παρότρυνση να κάνουν βοηθητικό σκαπανικό έναν μήνα κατά την περίοδο της Ανάμνησης, η Λοβίνσα ήθελε να προσπαθήσει και αυτή. Οι αδελφοί τη βοήθησαν πηγαίνοντας τα ενδιαφερόμενα άτομα στο σπίτι της για να διεξάγουν τις Γραφικές τους μελέτες. Επιπλέον, οι ιεραπόστολοι της έμαθαν να γράφει επιστολές σε ανθρώπους που ζούσαν στα χωριά, πράγμα που μπορούσε να κάνει όποτε την εξυπηρετούσε. Επίσης, τα Σάββατα, κάποιος πρεσβύτερος πήγαινε τη Λοβίνσα σε ένα πολυσύχναστο μέρος στην Καμπάλα, όπου μπορούσε να καθήσει άνετα σε κάποιο πεζούλι και να δίνει μαρτυρία στους περαστικούς όλη μέρα. Ευτυχισμένη και ικανοποιημένη στο τέλος του μήνα, η Λοβίνσα είπε: «Τώρα βλέπω ότι μπορώ να κάνω σκαπανικό και να το απολαμβάνω!» Η Λοβίνσα έκανε βοηθητικό σκαπανικό, όχι μόνο εκείνον το μήνα, αλλά 11 συνεχόμενους​—έχοντας την καλοσυνάτη υποστήριξη της εκκλησίας!

«ΠΩΣ ΛΕΤΕ . . . ;»

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι φιλόπονοι ευαγγελιζόμενοι στην Ουγκάντα υποδέχονταν θερμά πρόθυμους ιεραποστόλους που κατέφθαναν ανά τακτά διαστήματα. Μερικοί ήταν καινούριοι απόφοιτοι της Γαλαάδ, ενώ άλλοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν ιεραποστολικούς διορισμούς στο Ζαΐρ (τη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Χάρη στην αύξηση των ιεραποστόλων στην Καμπάλα και στην Τζίντζα καλύφτηκαν πιο επισταμένα αυτοί οι πυκνοκατοικημένοι τομείς, και οι ιεραπόστολοι διαπίστωσαν με μεγάλη ικανοποίηση ότι ο αγρός της Ουγκάντας ήταν έτοιμος για θερισμό. Ουσιαστικά, το δύσκολο δεν ήταν να βρεθεί ενδιαφέρον, αλλά να καλλιεργηθεί.

Ο Ματς Χόλμκβιστ, γεμάτος ενθουσιασμό από την εκπαίδευση που είχε λάβει επί μήνες στη Γαλαάδ, ανυπομονούσε να μάθει καλά την τοπική γλώσσα ώστε να μπορεί να καλλιεργεί το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την αλήθεια. Εκείνον τον καιρό, ο Φρεντ Νιέντι ήταν ειδικός σκαπανέας στο Εντέμπε και χρησιμοποιούσε τις ικανότητές του στη μετάφραση και στη διερμηνεία διδάσκοντας τους καινούριους ιεραποστόλους να μιλούν κατανοητά τη λουγκάντα, η οποία παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στην προφορά. Στην πραγματικότητα, ο Ματς δυσκολεύτηκε πολύ να μάθει την καινούρια του γλώσσα.

«Πώς λέτε “Βασιλεία του Θεού” στη λουγκάντα;» ρώτησε ο Ματς σε ένα από τα πρώτα μαθήματα.

«Ομπουακαμπάκα μπουά Κατόντα», του απάντησε με ρυθμό ο Φρεντ.

“Αποκλείεται να το πω αυτό”, σκέφτηκε ο Ματς, μετανιώνοντας που είχε ρωτήσει. Παρ’ όλα αυτά, έκανε αξιοσημείωτη πρόοδο και κατάφερε να μάθει καλά τη λουγκάντα.

Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ

Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι κάτοικοι της Ουγκάντας στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980, η ανταπόκριση στη Γραφική αλήθεια ήταν εκπληκτική. Οι ευαγγελιζόμενοι αυξήθηκαν πολύ γρήγορα κατά 130 και πλέον τοις εκατό​—από 328 το 1986, έφτασαν τους 766 το 1990. Νέοι όμιλοι ξεφύτρωναν σε όλη τη χώρα. Στην Καμπάλα, οι εκκλησίες διπλασιάστηκαν. Οι αδελφοί στην εκκλησία της Τζίντζα είδαν με χαρά τους ευαγγελιζομένους να υπερτριπλασιάζονται, ενώ ο όμιλος στην Ιγκάνγκα έγινε σύντομα κανονική εκκλησία.

«Η αύξηση ήταν τόσο ραγδαία», θυμάται κάποιος πρεσβύτερος στην Τζίντζα, «ώστε αναρωτιόμασταν από πού έρχονταν όλοι αυτοί οι καινούριοι ευαγγελιζόμενοι. Για κάποιο διάστημα έπρεπε να προγραμματίζουμε συναντήσεις σχεδόν κάθε Κυριακή με όσους ήθελαν να γίνουν αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι».

ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΟ ΑΓΡΟ

Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αξιοσημείωτη αύξηση ήταν το έξοχο σκαπανικό πνεύμα των αδελφών. Όπως ακριβώς ο Παύλος, ο Σίλας και ο Τιμόθεος​—κήρυκες του πρώτου αιώνα—​έτσι και οι ολοχρόνιοι υπηρέτες στην Ουγκάντα “έγιναν οι ίδιοι παράδειγμα ώστε να τους μιμούνται”. (2 Θεσ. 3:9) Η αυξανόμενη ανάγκη στον αγρό και τέτοια θαυμάσια παραδείγματα υποκίνησαν πολλούς ζηλωτές ευαγγελιζομένους να επεκτείνουν τη διακονία τους. Νέοι και ηλικιωμένοι, άγαμοι και παντρεμένοι, άντρες και γυναίκες, ακόμη και ορισμένοι οικογενειάρχες εντάχθηκαν στις τάξεις των φιλόπονων σκαπανέων. Κατά μέσο όρο, πάνω από το 25 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων συμμετείχε σε κάποια μορφή υπηρεσίας σκαπανέα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μερικοί έχουν καταφέρει να συνεχίσουν την ολοχρόνια υπηρεσία μέχρι σήμερα.

Οι σκαπανείς υποστήριζαν πρόθυμα τις ειδικές ετήσιες εκστρατείες κηρύγματος τις οποίες οι αδελφοί αποκαλούσαν χαριτολογώντας εκστρατείες στη Μακεδονία. (Πράξ. 16:9, 10) Αυτές οι εκστρατείες έχουν συνεχιστεί στο διάβα των ετών. Οι εκκλησίες κηρύττουν μέχρι και τρεις μήνες σε μη ανατεθειμένους ή σπάνια καλυπτόμενους τομείς. Επιπρόσθετα, μερικοί τακτικοί σκαπανείς διορίζονται ως προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς σε τομείς όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Αρκετοί ειλικρινείς άνθρωποι έχουν εκφράσει εκτίμηση για αυτές τις εκστρατείες, οι οποίες τους έφεραν σε επαφή με την αλήθεια. Επίσης, χάρη σε αυτές έχουν σχηματιστεί πολλοί καινούριοι όμιλοι και εκκλησίες.

Σε κάποια εκστρατεία, οι ιεραπόστολοι Πέτερ Άμπραμοφ και Μίχαελ Ράις κήρυτταν στην κωμόπολη Καμπάλε και συνάντησαν τη Μάργκαρετ Τοφάγιο, η οποία μελετούσε παλαιότερα τη Γραφή. Ήταν πεπεισμένη ότι όσα είχε διδαχτεί ήταν η αλήθεια, και ήδη μιλούσε σε άλλους ανεπίσημα για τις πεποιθήσεις της. Οι ιεραπόστολοι τη βοήθησαν όσο μπορούσαν δίνοντάς της το μοναδικό τους αντίτυπο του βιβλίου Πώς να Συζητάτε Λογικά από τις Γραφές. Όταν οι αδελφοί επισκέφτηκαν τη Μάργκαρετ για τελευταία φορά προτού φύγουν, εκείνη τους είχε ετοιμάσει ως έκπληξη ένα ιδιαίτερο γεύμα. Συγκινήθηκαν από την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία της, αλλά ένιωσαν άβολα επειδή κατάλαβαν ότι είχε μαγειρέψει το μοναδικό της κοτόπουλο. Ήξεραν ότι από αυτό έπαιρνε αβγά με τα οποία συμπλήρωνε το φτωχικό φαγητό της οικογένειάς της. «Μην ανησυχείτε», τους είπε, «εσείς μου έχετε προσφέρει περισσότερα όσο καιρό είστε εδώ από όσα σας προσφέρω εγώ με αυτό το γεύμα». Τελικά βαφτίστηκε και συνέχισε να κηρύττει με ζήλο μέχρι το θάνατό της.

Η ραγδαία αύξηση μπορεί επίσης να αποδοθεί στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησαν οι αδελφοί τα θαυμάσια έντυπα. «Μολονότι εμείς προσπαθούμε να βελτιώσουμε τις διδακτικές μας ικανότητες», λέει ο Ματς, ο οποίος αναφέρθηκε νωρίτερα, «η Γραφή και τα έντυπα είναι αυτά που έχουν απήχηση στους ανθρώπους και τους υποκινούν να κάνουν αλλαγές στη ζωή τους. Τα πρακτικά ειδικά βιβλιάρια μπορούν να αγγίξουν την καρδιά ακόμη και εκείνων που δεν διαβάζουν καλά αλλά διψούν για την αλήθεια».

ΠΑΛΗ ΜΕ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΕΣ

Η εξαιρετική πρόοδος που σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 συνοδευόταν, όμως, και από προβλήματα. Τον Ιούλιο του 1985, ένα πραξικόπημα ξανάφερε το στρατό στην κυβέρνηση. Η ασφάλεια χάθηκε για άλλη μια φορά, και ο ανταρτοπόλεμος εντάθηκε. Οι στρατιώτες, καθώς υποχωρούσαν, επιδίδονταν σε βιαιότητες λεηλατώντας περιουσίες και πυροβολώντας αδιακρίτως. Για κάποιο διάστημα, διεξάγονταν μάχες στην περιοχή της Τζίντζα όπου ζούσαν οι ιεραπόστολοι. Μια μέρα, εισέβαλαν στον οίκο τους στρατιώτες, αλλά όταν έμαθαν ποιοι ήταν δεν κατέστρεψαν τίποτα και πήραν πολύ λίγα πράγματα. Έπειτα, τον Ιανουάριο του 1986, ένα άλλο καθεστώς ανέλαβε την εξουσία και προσπάθησε να αποκαταστήσει κάπως τη σταθερότητα στη χώρα.

Η νέα κυβέρνηση έπρεπε σύντομα να αντιμετωπίσει έναν καινούριο και αδυσώπητο εχθρό​—το AIDS. Όταν ξέσπασε η πανδημία, τη δεκαετία του 1980, η Ουγκάντα ήταν μια από τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο. Υπολογίζεται ότι έχουν πεθάνει ένα εκατομμύριο άνθρωποι, πιθανότατα περισσότεροι από όσους σκοτώθηκαν στα 15 χρόνια των πολιτικών αναταραχών και του εμφύλιου πολέμου. Πώς επηρέασε την αδελφότητά μας αυτή η ασθένεια;

«Κάποιοι καινούριοι αδελφοί και αδελφές ήρθαν στην αλήθεια με πολύ ζήλο και ενεργητικότητα», εξηγεί ο Ουάσινγκτον Σεντόνγκο, τακτικός σκαπανέας, «αλλά σταδιακά έσβησαν από το AIDS. Είχαν μολυνθεί από τον ιό HIV προτού γνωρίσουν την αλήθεια». Άλλοι μολύνθηκαν από μη ομόπιστους συντρόφους.

«Μερικές φορές φαινόταν ότι δεν περνούσε μήνας χωρίς να ακούσουμε ότι πέθανε κάποιος που γνωρίζαμε και αγαπούσαμε», λέει ο Ουάσινγκτον, «και όλοι έχαναν συγγενείς τους. Επίσης υπήρχαν διάφορες δεισιδαιμονίες σχετικά με το AIDS. Πολλοί πίστευαν ότι όσοι προσβάλλονταν από αυτή την ασθένεια ήταν θύματα μαγείας ή καταραμένοι. Τέτοιες εσφαλμένες απόψεις έκαναν τους ανθρώπους να φοβούνται, τροφοδοτούσαν αβάσιμες προκαταλήψεις και συγκρούονταν με τη λογική». Ωστόσο, οι αδελφοί και οι αδελφές μας παρηγορούσαν όσια ο ένας τον άλλον με την ελπίδα της ανάστασης και με διαβεβαιώσεις της γνήσιας Χριστιανικής τους αγάπης.

Καθώς η δεκαετία του 1980 πλησίαζε στο τέλος της, επικρατούσε μεγάλη αισιοδοξία στην Ουγκάντα. Η ασφάλεια αποκαθίστατο, και η χώρα ανέκαμπτε οικονομικά. Οι υποδομές βελτιώνονταν, ενώ τα κοινωνικά προγράμματα άρχισαν να ισχύουν και πάλι ή κάποια τέθηκαν πρώτη φορά σε εφαρμογή.

Ωστόσο, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στα πολιτικά ιδεώδη, μερικές φορές η ουδετερότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρερμηνευόταν. Σε κάποια περίπτωση, οι αρχές σταμάτησαν αυθαίρετα την κατασκευή μιας Αίθουσας Βασιλείας. Δεν επιτράπηκε να διεξαχθούν μερικές συνελεύσεις, ενώ ορισμένοι ιεραπόστολοι χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τη χώρα όταν έληξαν οι άδειες παραμονής τους. Στα τέλη του 1991, είχαν απομείνει μόνο δύο αδελφοί που ήταν ιεραπόστολοι. Τι μπορούσε να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση;

Μια αντιπροσωπεία αδελφών συναντήθηκε τελικά με τις αρχές για να δοθούν εξηγήσεις σχετικά με την ουδετερότητά μας. Όταν οι αρχές κατάλαβαν τη θέση μας, δόθηκε άδεια στους ιεραποστόλους να επιστρέψουν στην Ουγκάντα. Το έργο προόδευσε ανεμπόδιστα και, το 1993, η Ουγκάντα είχε τη χαρά να αναφέρει στην έκθεσή της 1.000 ευαγγελιζομένους. Έπειτα, σε πέντε μόλις χρόνια, οι διαγγελείς της Βασιλείας έφτασαν τους 2.000. Τώρα, περίπου 40 ιεραπόστολοι επιτελούν θαυμάσιο έργο σε ολόκληρη τη χώρα.

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΙ ΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ

Η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, η λουγκάντα είναι η πιο διαδεδομένη τοπική γλώσσα, αν και οι διάφορες εθνότητες μιλούν περισσότερες από 30 γλώσσες. Επομένως, ένας βασικός παράγοντας που έχει συμβάλει στην ταχύτερη αύξηση τα πρόσφατα χρόνια είναι η πρόοδος του μεταφραστικού έργου.

«Μολονότι η μητέρα μου ήταν πιστή αδελφή», είπε ο Φρεντ Νιέντι, «έβρισκε τις συναθροίσεις πολύ πιο εποικοδομητικές όταν μετέφραζα τα άρθρα μελέτης από την αγγλική στη λουγκάντα. Αυτό που δεν ήξερα τότε ήταν ότι προετοιμαζόμουν για ένα πολύ μεγαλύτερο μεταφραστικό έργο». Τι εννοούσε ο Φρεντ;

Λίγο αφότου ξεκίνησε το σκαπανικό, το 1984, ζητήθηκε από τον Φρεντ να διεξάγει μια σειρά μαθημάτων της λουγκάντα για τους ιεραποστόλους. Τον επόμενο χρόνο τού έγινε πρόταση να συμπεριληφθεί στη μεταφραστική ομάδα της λουγκάντα. Αρχικά, εκείνος και οι άλλοι μεταφραστές έκαναν αυτή την εργασία από το σπίτι, στον ελεύθερο χρόνο τους. Αργότερα, τα μέλη της μεταφραστικής ομάδας μπορούσαν να εργάζονται μαζί, με πλήρες ωράριο, σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα σε έναν ιεραποστολικό οίκο. Είναι ενδιαφέρον ότι, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μερικά τεύχη της Σκοπιάς μεταφράζονταν στη λουγκάντα και μετά πολυγραφούνταν. Έπειτα από λίγο, όμως, αυτή η εργασία σταμάτησε. Η Σκοπιά ξανάρχισε να τυπώνεται στη λουγκάντα μόλις το 1987. Έκτοτε, η μεταφραστική ομάδα έχει διευρυνθεί, και οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά ώστε να μεταφράζουν πιο πολλά έντυπα για τις ολοένα και περισσότερες εκκλησίες που χρησιμοποιούν τη λουγκάντα. Επί του παρόντος, σχεδόν οι μισές εκκλησίες της χώρας μιλούν τη λουγκάντα.

Με τον καιρό, τα έντυπά μας άρχισαν να μεταφράζονται και σε άλλες γλώσσες. Τώρα υπάρχουν μόνιμες ομάδες που εργάζονται με πλήρες ωράριο, μεταφράζοντας στις γλώσσες αχόλι, λουκόνζο και ρουνιανκόρε. Επίσης, έχουν μεταφραστεί ορισμένα έντυπα στις γλώσσες ατέσο, λουγκμπάρα, μάντι και ρουτόρο.

Οι ομάδες που μεταφράζουν στις γλώσσες αχόλι και ρουνιανκόρε εργάζονται σε μεταφραστικά γραφεία στις πόλεις Γκούλου και Εμπαράρα αντιστοίχως, όπου μιλιούνται κατά κύριο λόγο οι συγκεκριμένες γλώσσες. Αυτό βοηθάει τους μεταφραστές να βρίσκονται συνεχώς σε επαφή με τη μητρική τους γλώσσα και να κάνουν ευκολονόητες μεταφράσεις. Παράλληλα, οι μεταφραστές ενισχύουν τις τοπικές εκκλησίες.

Αναμφίβολα, το μεταφραστικό έργο απαιτεί μεγάλες προσπάθειες και πολλούς πόρους. Οι επιμελείς μεταφραστές στην Ουγκάντα, όπως και άλλες μεταφραστικές ομάδες ανά τον κόσμο, έχουν ωφεληθεί από εξειδικευμένη εκπαίδευση στην κατανόηση της γλώσσας και στις μεταφραστικές δεξιότητες. Τα αποτελέσματα αξίζουν πλήρως την προσπάθεια και τη δαπάνη​—τώρα παρά ποτέ, περισσότεροι άνθρωποι στην Ουγκάντα, από διάφορες “φυλές και λαούς και γλώσσες”, ωφελούνται καθώς διαβάζουν τη Γραφική αλήθεια στη δική τους γλώσσα. (Αποκ. 7:9, 10) Ως αποτέλεσμα, το 2003 υπήρχαν 3.000 και πλέον κήρυκες της Βασιλείας στην Ουγκάντα, και μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 2006, υπήρχαν 4.005.

ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

Στις αρχές, οι αδελφοί συναθροίζονταν σε σπίτια, πολιτιστικά κέντρα και σχολικές αίθουσες. Οι πρώτοι χώροι που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για Χριστιανικές συναθροίσεις ήταν κατασκευές από πλίνθους και αχυροσκεπές στις αγροτικές περιοχές του Ναμαΐνγκο και του Ρουσέσε. Οι πρωτοβουλίες και οι προσπάθειες των αδελφών σε αυτές τις δύο περιοχές ασφαλώς ευλογήθηκαν, και οι εκκλησίες εδραιώθηκαν εκεί για τα καλά.

Στις κωμοπόλεις, όμως, ακόμη και για ένα λιτό κτίσμα απαιτούνται πολλά χρήματα, και οι οικονομικές συνθήκες στην Ουγκάντα εξανέμιζαν τις ελπίδες για Αίθουσες Βασιλείας. Τελικά, η αφιέρωση της πρώτης μόνιμης Αίθουσας Βασιλείας έγινε στην Τζίντζα το Μάρτιο του 1988. Για αυτή την κατασκευή απαιτήθηκαν μεγάλες προσπάθειες​—να κοπούν δέντρα από ένα κοντινό δάσος, να ρυμουλκηθούν κορμοί μέσα από λάσπες και να οικοδομηθεί η αίθουσα! Αργότερα, και οι αδελφοί στην Μπάλε, στην Καμπάλα και στο Τορόρο έχτισαν Αίθουσες Βασιλείας αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και χρησιμοποιώντας τις επιδεξιότητές τους.

Η οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας πήρε μεγάλη ώθηση το 1999 όταν σχηματίστηκε μια ομάδα οικοδόμησης με την υποστήριξη του Περιφερειακού Τεχνικού Γραφείου από το τμήμα της Νότιας Αφρικής. Το τμήμα αυτό διόρισε μια εννιαμελή ομάδα εργασίας στην οποία περιλαμβάνονταν δύο διεθνείς υπηρέτες μαζί με τις συζύγους τους. Αυτά τα πρόθυμα άτομα έμαθαν γρήγορα τη δουλειά, και μπόρεσαν επίσης να εκπαιδεύσουν τους ντόπιους αδελφούς. Το οικοδομικό πρόγραμμα επιταχύνθηκε, και καθεμιά από τις 67 αίθουσες αποπερατώθηκε κατά μέσο όρο σε ενάμιση μήνα​—αξιοσημείωτος ρυθμός, αν ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν πολύ λίγα ηλεκτρικά εργαλεία, το νερό συνήθως σπανίζει και η προμήθεια οικοδομικών υλικών γίνεται μετ’ εμποδίων.

Οι περισσότερες εκκλησίες στην Ουγκάντα απολαμβάνουν τώρα τις συναθροίσεις στη δική τους Αίθουσα Βασιλείας και αποκομίζουν τα οφέλη τού να έχουν μια αίθουσα στην περιοχή τους. Τα ενδιαφερόμενα άτομα προτιμούν να έρχονται σε έναν ευπρεπή χώρο λατρείας παρά σε μια σχολική αίθουσα, γι’ αυτό και ο αριθμός των παρόντων στις συναθροίσεις έχει εκτιναχθεί στα ύψη, και οι εκκλησίες σημειώνουν ταχύτατες αυξήσεις.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΡΑΓΔΑΙΑ ΑΥΞΗΣΗ

Η εκπληκτική αύξηση στις εκκλησίες, όμως, έκανε εντονότερη την έλλειψη επαρκών διαθέσιμων εγκαταστάσεων για διεξαγωγή συνελεύσεων. Τι μπορούσε να γίνει για να βρεθούν κατάλληλοι χώροι ώστε να μην αναγκάζονται οι αδελφοί να καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις​—ιδιαίτερα όσοι έρχονταν από αγροτικές περιοχές; Μια καλή λύση βρέθηκε όταν δόθηκε έγκριση να οικοδομηθούν Αίθουσες Βασιλείας με δυνατότητα προέκτασης. Πρόκειται για αίθουσες κανονικού μεγέθους με μεγάλη, ανοιχτή προέκταση, η οποία έχει μόνο σκεπή και δάπεδο. Όταν ανοίγεται ο πίσω τοίχος της Αίθουσας Βασιλείας για μια συνέλευση, το μεγαλύτερο ακροατήριο μπορεί να χωρέσει στο στεγασμένο τμήμα. Τέτοιες αίθουσες έχουν ήδη αποπερατωθεί στο Κατζάνσι, στο Ρουσέσε και στη Λίρα, ενώ μια τέταρτη είναι τώρα υπό κατασκευή στη Σέτα.

Η πνευματική αύξηση που επιτελείται στην Ουγκάντα λόγω της ευλογίας του Ιεχωβά έχει απαιτήσει επίσης προσαρμογές όσον αφορά οργανωτικά ζητήματα. Πριν από το 1994, όλες οι εκκλησίες της χώρας ανήκαν σε μία και μόνο περιοχή. Αργότερα, σχηματίστηκαν περισσότερες περιοχές για να δοθεί φροντίδα στον αυξανόμενο αριθμό εκκλησιών και ομίλων, καθώς και στις διάφορες γλώσσες. Σήμερα, με 111 εκκλησίες και περίπου 50 ομίλους, η Ουγκάντα έχει οχτώ περιοχές, τρεις από τις οποίες μιλούν τη γλώσσα λουγκάντα.

Ο Απόλο Μουκάσα, επίσκοπος περιοχής στην Ουγκάντα, βαφτίστηκε το 1972. Το 1980 ξεκίνησε την ολοχρόνια υπηρεσία αντί να επιδιώξει ανώτερη κοσμική εκπαίδευση. Μήπως μετανιώνει για την απόφασή του;

«Ούτε κατά διάνοια», λέει ο Απόλο. «Έχω γευτεί πάρα πολλές ανταμειφτικές εμπειρίες ως ειδικός σκαπανέας και περιοδεύων επίσκοπος από τις επισκέψεις μου σε εκκλησίες και, παλιότερα, σε ομίλους. Απόλαυσα ιδιαίτερα την εξειδικευμένη εκπαίδευση σε πνευματικά και οργανωτικά ζητήματα που παρέχει η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης».

Εκτός από τον Απόλο, 50 και πλέον αδελφοί από την Ουγκάντα έχουν λάβει πολύτιμη διδασκαλία στη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης από το 1994, όταν διεξάχθηκαν για πρώτη φορά μαθήματα στο γραφείο τμήματος της Κένυας. Πολλοί από αυτούς τους πρόθυμους αδελφούς προσφέρουν σημαντική βοήθεια ως ειδικοί σκαπανείς σε μικρότερες εκκλησίες και σε ομίλους, ενώ άλλοι υπηρετούν τους αδελφούς και τις αδελφές τους ως περιοδεύοντες επίσκοποι.

Το 1995 διορίστηκε στην Ουγκάντα μια Επιτροπή Χώρας υπό την κατεύθυνση του γραφείου τμήματος της Κένυας. Ένας από τους ιεραποστολικούς οίκους της Καμπάλα στέγασε μια νεοσύστατη οικογένεια οχτώ ολοχρόνιων εθελοντών, η οποία περιλάμβανε τη μεταφραστική ομάδα της λουγκάντα. Το Σεπτέμβριο του 2003, η Ουγκάντα έγινε γραφείο τμήματος.

«ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ»

Για κάποιο διάστημα, η Επιτροπή Χώρας προσπάθησε να ανταποκριθεί στο ρυθμό αύξησης των μεταφραστικών ομάδων και να φροντίσει τις άλλες αρμοδιότητες του γραφείου που πολλαπλασιάζονταν. Αγοράστηκαν δύο παρακείμενα κτίρια στο γραφείο της Καμπάλα για την κάλυψη των αναγκών. Τελικά, όμως, απαιτήθηκαν μεγαλύτερες εγκαταστάσεις για να οργανωθεί η περαιτέρω αύξηση. Το 2001, το Κυβερνών Σώμα ενέκρινε την αγορά μιας έκτασης 40 στρεμμάτων για νέες εγκαταστάσεις γραφείου τμήματος στα περίχωρα της Καμπάλα, κοντά στις όχθες της λίμνης Βικτόρια.

Αρχικά, η εταιρία που ήταν η πιο κατάλληλη για να αναλάβει την οικοδόμηση δεν ανταποκρίθηκε στην αίτησή μας λόγω φόρτου εργασίας. Αλλά ξαφνικά άλλαξαν γνώμη και, προς έκπληξη όλων, έκαναν την πιο συμφέρουσα προσφορά για την οικοδόμηση του νέου γραφείου τμήματος. Προφανώς, είχαν χάσει απροσδόκητα ένα μεγάλο συμβόλαιο, γι’ αυτό και συμφώνησαν να οικοδομήσουν το γραφείο τμήματος όσο το δυνατόν συντομότερα.

Τον Ιανουάριο του 2006, η οικογένεια Μπέθελ μετακόμισε με χαρά στο καινούριο, ελκυστικό διώροφο κτίριο κατοικιών που έχει 32 δωμάτια. Το συγκρότημα περιλαμβάνει κτίριο γραφείων, ευρύχωρη τραπεζαρία, κουζίνα και πλυντήριο. Οι εγκαταστάσεις διαθέτουν επίσης οικολογικό αποχετευτικό σύστημα, αποθήκη για τα τμήματα αποστολής και εντύπων, καθώς και χώρους για τις εργασίες συντήρησης, για το απόθεμα νερού και για την ηλεκτρική γεννήτρια. «Βρισκόμαστε ήδη στον παράδεισο», είπε ενθουσιασμένος ένας αδελφός, «και το μόνο που λείπει είναι η αιώνια ζωή!» Η ομιλία αφιέρωσης εκφωνήθηκε το Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2007 από τον Άντονι Μόρις, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΝΩΣΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΦΘΟΝΗ

Τις πρόσφατες δεκαετίες, τόσο σε ταραχώδεις όσο και σε ήρεμες περιόδους, ο λαός του Ιεχωβά στην Ουγκάντα έχει μάθει τι σημαίνει να “κηρύττει το λόγο σε ευνοϊκό καιρό και σε δυσμενή καιρό”. (2 Τιμ. 4:2) Το 2008, οι 4.766 ευαγγελιζόμενοι είχαν τη χαρά να διεξάγουν 11.564 Γραφικές μελέτες και να καλωσορίσουν 16.644 παρόντες στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Αυτοί οι αριθμοί, καθώς και η αναλογία ενός ευαγγελιζομένου προς 6.276 κατοίκους, δείχνουν ότι οι αγροί εδώ είναι ακόμη «λευκοί για θερισμό».​—Ιωάν. 4:35.

Ταυτόχρονα, οι αδελφοί και οι αδελφές μας στην Ουγκάντα έχουν πικρή πείρα τού πόσο ξαφνικά είναι δυνατόν να αλλάξουν οι καταστάσεις και πόσο γρήγορα μπορεί να υποβληθεί σε δοκιμασίες η πίστη μας. Εντούτοις, οι εμπειρίες τους τούς έχουν διδάξει να εμπιστεύονται στον Ιεχωβά, στην καθοδηγία του Λόγου του, καθώς και στην υποστήριξη της παγκόσμιας αδελφότητάς μας.

Ένας άγγελος είπε στον πιστό ηλικιωμένο προφήτη Δανιήλ ότι “στον καιρό του τέλους η αληθινή γνώση θα γινόταν άφθονη”. (Δαν. 12:4) Με την ευλογία του Ιεχωβά, η αληθινή γνώση έχει όντως γίνει άφθονη στην Ουγκάντα. Αναμφίβολα, σε αυτή την περιοχή όπου πηγάζει ο μεγαλοπρεπής Νείλος, τα άφθονα νερά της αλήθειας θα συνεχίσουν να αναβλύζουν για να δροσίζουν όλους όσους διψούν για την πνευματική αλήθεια. Καθώς ο Ιεχωβά συνεχίζει να ευλογεί το έργο σε ολόκληρη τη γη, αναμένουμε με λαχτάρα τον καιρό κατά τον οποίο οι πάντες θα είναι ενωμένοι στην απόδοση δυνατής κραυγής αίνου στον Ιεχωβά​—σε όλη την αιωνιότητα!

[Υποσημειώσεις]

^ παρ. 1 Μια αφήγηση για τη ζωή του Φρανκ Σμιθ δημοσιεύτηκε στη Σκοπιά, 1 Αυγούστου 1995, σελίδες 20-24. Ο πατέρας του Φρανκ, ο Φρανκ Γ. Σμιθ, καθώς επίσης ο θείος του και η θεία του, ο Γκρέι και η Όλγα Σμιθ, ήταν από τους πρώτους που κήρυξαν στην Ανατολική Αφρική. Δύο μόλις μήνες προτού γεννηθεί ο Φρανκ, ο πατέρας του πέθανε από ελονοσία ενώ επέστρεφε στο Κέιπ Τάουν.

^ παρ. 2 Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 84]

“Ήταν πολύ ασυνήθιστο να ακούει κανείς τη συνομιλία κάποιου Αμερικανού με κάποιον Σκοτσέζο από έναν αφρικανικό ραδιοσταθμό”

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 92]

«Πώς μπορούν να θέσουν υπό απαγόρευση αυτό που έχω στην καρδιά μου;»

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 111]

«Πώς λέτε “Βασιλεία του Θεού” στη λουγκάντα;» «Ομπουακαμπάκα μπουά Κατόντα»

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 72]

Συνοπτική Εικόνα της Ουγκάντας

Χώρα

Η Ουγκάντα χαρακτηρίζεται από εκπληκτικές αντιθέσεις​—έχει πυκνά, τροπικά βροχερά δάση, μεγάλες σαβάνες, αμέτρητα ποτάμια και λίμνες, καθώς και την επιβλητική, χιονοσκέπαστη οροσειρά Ρουβενζόρι. Εκτείνεται σε 241.551 τετραγωνικά χιλιόμετρα και περιλαμβάνει σχεδόν τη μισή λίμνη Βικτόρια, τη μεγαλύτερη λίμνη της Αφρικής.

Κάτοικοι

Πάνω από το 85 τοις εκατό του πληθυσμού, ο οποίος αποτελείται από περίπου 30 εθνότητες, ζει σε αγροτικές περιοχές.

Γλώσσα

Από τις 32 και πλέον γλώσσες που μιλιούνται στην Ουγκάντα, η πιο διαδεδομένη είναι η λουγκάντα, ενώ επίσημες γλώσσες είναι η αγγλική και η σουαχίλι.

Πόροι διαβίωσης

Η Ουγκάντα είναι αγροτική χώρα που παράγει καφέ, τσάι, βαμβάκι και άλλα εμπορικά γεωργικά προϊόντα. Οι περισσότεροι κάτοικοι συντηρούνται με την τροφή που καλλιεργούν για τον εαυτό τους, αλλά μερικοί εξοικονομούν τα προς το ζην από την αλιεία ή τον τουρισμό.

Τροφή

Το ματούκε (στην εικόνα), ένα φαγητό που μαγειρεύεται στον ατμό και παρασκευάζεται από πλαντάγο, είναι δημοφιλές σχεδόν σε όλο το νότιο τμήμα της χώρας. Το καλαμποκάλευρο, οι γλυκοπατάτες και το ψωμί από κεχρί ή αλεύρι κασσάβας τρώγονται με διάφορα λαχανικά.

Κλίμα

Η Ουγκάντα βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, του οποίου το ύψος ελαττώνεται βαθμιαία από τα 1.500 περίπου μέτρα στο νότο μέχρι γύρω στα 900 μέτρα στο βορρά. Είναι τροπική χώρα με ήπιο κλίμα. Στις περισσότερες περιοχές της ξεχωρίζει καθαρά η εποχή της ξηρασίας από την εποχή των βροχών.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 77]

Η Γνήσια Χριστιανική Αγάπη Αγγίζει Καρδιές

ΠΙΤΕΡ ΤΖΑΜΠΙ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1932

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1965

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Πρεσβύτερος που βοήθησε στη μετάφραση εντύπων κατά την απαγόρευση. Με τη σύζυγό του, την Έστερ, έχουν τέσσερα ενήλικα παιδιά.

◼ ΟΤΑΝ οι πρώτοι ιεραπόστολοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά έφτασαν στην Ουγκάντα, υπήρχε έντονη φυλετική προκατάληψη στη χώρα, και οι περισσότεροι λευκοί κρατούσαν αποστάσεις από τους μαύρους Αφρικανούς. Η γνήσια Χριστιανική αγάπη που εκδήλωσαν οι ιεραπόστολοι άγγιξε τις καρδιές μας, και αυτοί έγιναν πολύ προσφιλείς σε εμάς.

Τη δεκαετία του 1970, η οικογένειά μας απολάμβανε τη συντροφιά και το κήρυγμα με τους ιεραποστόλους, οι οποίοι έμεναν στην Εμπαράρα, περίπου 65 χιλιόμετρα μακριά. Μια μέρα, καθώς πηγαίναμε εκεί, μας σταμάτησαν στρατιώτες. «Αν θέλετε να πεθάνετε, συνεχίστε», είπε ένας από αυτούς. Θεωρήσαμε σκόπιμο να κάνουμε αναστροφή και να γυρίσουμε σπίτι. Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι μέρες, ανησυχούσαμε όλο και περισσότερο για τους ιεραποστόλους. Θέλαμε να φτάσουμε στον ιεραποστολικό οίκο το συντομότερο δυνατόν για να δούμε σε τι κατάσταση βρίσκονταν. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν πολύ αυστηρά, αλλά χρησιμοποίησα τη διοικητική θέση μου στο νοσοκομείο, καθώς και το διακριτικό σήμα του νοσοκομείου στο αυτοκίνητό μου, για να περάσω από τα οδοφράγματα. Πόσο ανακουφιστήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι οι ιεραπόστολοι ήταν καλά! Τους πήγαμε επιπλέον τρόφιμα και μείναμε μαζί τους μερικές μέρες. Στη συνέχεια τους επισκεπτόμασταν κάθε εβδομάδα, ωσότου ήταν ασφαλές να μεταφερθούν στην Καμπάλα. Όσο πιο αντίξοες γίνονταν οι συνθήκες τόσο περισσότερο νιώθαμε το στοργικό δεσμό της πολύτιμης αδελφότητάς μας.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 82]

«Πίστευα ότι Δεν θα Μπορούσα να Πω Λέξη»

ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΝΙΕΝΤΙ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1926

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1962

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Η πρώτη ντόπια που γνώρισε την αλήθεια. Υπηρέτησε ως τακτική σκαπάνισσα επί 20 και πλέον χρόνια. Εξακολουθεί να είναι δραστήρια ευαγγελιζόμενη.

◼ Ο ΣΥΖΥΓΟΣ μου απολάμβανε τη Γραφική μελέτη που διεξήγε μαζί του ο αδελφός Κιλμίνστερ και σκέφτηκε να μελετήσω και εγώ επειδή αγαπούσα βαθιά την Αγία Γραφή. Έγιναν, λοιπόν, διευθετήσεις να μου κάνει μελέτη η Γιούνις, η σύζυγος του Τζον Μπουάλι.

Μου άρεσαν πολύ τα όσα μάθαινα, αλλά φοβόμουν να κηρύξω σε άλλους. Ήμουν εκ φύσεως συνεσταλμένη και πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να πω λέξη. Η Γιούνις, όμως, ήταν υπομονετική μαζί μου, βοηθώντας με στην αρχή να διαβάζω απλώς ένα εδάφιο. Στη συνέχεια, καθώς πηγαίναμε από το ένα σπίτι στο άλλο, με έμαθε να προετοιμάζω κάποια σχόλια σχετικά με το εδάφιο. Με την υποστήριξη του Ιεχωβά, ξεπέρασα το φόβο μου.

Λίγο προτού βαφτιστώ, ο σύζυγός μου απέρριψε την αλήθεια και με άφησε μόνη με τα εφτά παιδιά μας, κάτι που με έκανε ράκος. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί και οι αδελφές μού φέρθηκαν θαυμάσια, παρέχοντας πρακτική και πνευματική βοήθεια σε εμένα και στα παιδιά. Ένα αντρόγυνο από το εξωτερικό, που πήγαιναν στην Καμπάλα για τις συναθροίσεις, σταματούσαν καθ’ οδόν και μας έπαιρναν με το αυτοκίνητό τους. Είμαι πολύ ευγνώμων για το ότι τέσσερα παιδιά μου και οι οικογένειές τους έχουν επιλέξει να υπηρετούν τον Ιεχωβά.

Τελικά, ξεκίνησα το τακτικό σκαπανικό. Όταν δεν μπορούσα πια να κινούμαι εύκολα λόγω της αρθρίτιδας, έστησα έξω από το σπίτι μου έναν πάγκο με έντυπα, και μιλούσα στους περαστικούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατάφερα να συνεχίσω την ολοχρόνια διακονία.

[Πλαίσιο/​Εικόνες στη σελίδα 98, 99]

Ο Θεός Ευλόγησε τον Πνευματικό μας Θερισμό

ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΟΥΚΟΥΑΓΙΑ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1932

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1974

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Για πολλά χρόνια ο Σάμιουελ υπήρξε νομικός εκπρόσωπος της οργάνωσης, ενώ υπηρέτησε επίσης ως πρεσβύτερος και σκαπανέας.

◼ ΠΟΤΕ δεν θα ξεχάσω τι συνέβη στη διάρκεια μιας ξενάγησης στο γραφείο τμήματος της Κένυας στο Ναϊρόμπι.

«Τι σημαίνουν αυτές οι χρωματιστές πινέζες;» ρώτησα, καθώς κοιτούσα προσεκτικά έναν χάρτη της Ουγκάντας.

«Δείχνουν τα μέρη όπου εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον», απάντησε ο Ρόμπερτ Χαρτ, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Κένυας.

«Πότε σκοπεύετε να στείλετε σκαπανείς εκεί;» ρώτησα, δείχνοντας μια ζωηρόχρωμη πινέζα πάνω στην Ιγκάνγκα, τη γενέτειρά μου.

«Εμείς δεν πρόκειται να στείλουμε κανέναν εκεί», είπε αυτός. Έπειτα, με κοίταξε με νόημα και μου είπε: «Εσύ θα πας».

Η απάντηση του αδελφού Χαρτ με ξάφνιασε, επειδή δεν ήμουν σκαπανέας και δεν ζούσα στη γενέτειρά μου. Με κάποιον τρόπο, όμως, αυτό το περιστατικό αποτυπώθηκε στο μυαλό μου, και αφού πήρα σύνταξη ως δημόσιος υπάλληλος, αποφάσισα να πάω πίσω και να γίνω τακτικός σκαπανέας. Με χαροποίησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι ευαγγελιζόμενοι αυξήθηκαν γρήγορα και, από μια χούφτα, έγιναν ισχυρή εκκλησία με τη δική τους Αίθουσα Βασιλείας!

Όταν ο Πάτρικ Μπαλιγκέγια διορίστηκε ειδικός σκαπανέας στην Ιγκάνγκα, ήρθε να μείνει στο σπίτι μου, και κάναμε μαζί σκαπανικό. Επίσης, φυτέψαμε ένα χωράφι με καλαμπόκι για να μπορούμε να συντηρούμαστε. Νωρίς το πρωί, ξεκινούσαμε με την εξέταση του εδαφίου της ημέρας, και κατόπιν δουλεύαμε μερικές ώρες στο χωράφι με το καλαμπόκι. Κατά τις εννιά πηγαίναμε στο έργο και απολαμβάναμε τη διακονία όλη την υπόλοιπη μέρα.

Καθώς οι καλαμποκιές μας μεγάλωναν, κάποιοι γείτονες άφησαν να εννοηθεί ότι με το κήρυγμα παραμελούσαμε το χωράφι μας. Ξέραμε καλά ότι τα καλαμπόκια χρειάζονται προστασία από τους πιθήκους ενόσω ωριμάζουν. Εμείς, όμως, δεν θέλαμε να διακόψουμε τον πνευματικό μας θερισμό και να κυνηγάμε πιθήκους.

Λίγο αργότερα, προσέξαμε ότι στο χωράφι μας περιφέρονταν δύο μεγάλα σκυλιά. Δεν γνωρίζαμε από πού είχαν έρθει ή σε ποιον ανήκαν αλλά, αντί να τα διώξουμε, τους βάζαμε καθημερινά λίγο φαγητό και νερό. Φυσικά, όσο τα σκυλιά τριγύριζαν στο χωράφι μας, οι πίθηκοι παρέμεναν άφαντοι. Κατόπιν, έπειτα από τέσσερις εβδομάδες, τα σκυλιά εξαφανίστηκαν όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί​—αλλά ούτε μία μέρα προτού εκλείψει ο κίνδυνος για το καλαμπόκι μας! Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για την πλούσια σοδειά μας, την οποία καταναλώσαμε εμείς και όχι οι πίθηκοι. Κυρίως, ήμασταν πολύ ευγνώμονες για το ότι ο Θεός είχε επίσης ευλογήσει τον πνευματικό μας θερισμό!

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 101, 102]

Φυλακισμένος Αλλά Ενισχυμένος

ΠΑΤΡΙΚ ΜΠΑΛΙΓΚΕΓΙΑ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1955

ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1983

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ξεκίνησε την ολοχρόνια υπηρεσία λίγο μετά το βάφτισμά του. Υπηρετεί ως περιοδεύων επίσκοπος μαζί με τη σύζυγό του, τη Σιμφρόνια.

◼ ΤΟ 1979, όταν ήρθε στην εξουσία μια νέα κυβέρνηση, όλοι όσοι είχαν διασυνδέσεις με το προηγούμενο καθεστώς «προσκλήθηκαν» να τεθούν υπό προστατευτική κράτηση. Ανακοινώθηκε ότι όποιος δεν συμμορφωνόταν θα θεωρούνταν εχθρός της νέας κυβέρνησης και θα είχε ανάλογη μεταχείριση. Επειδή είχα υπηρετήσει ως μουσικός στις ένοπλες δυνάμεις, μπήκα αναγκαστικά στη φυλακή.

Ήμουν ευγνώμων για το ότι στη φυλακή μπορούσα να διαβάζω καθημερινά την Αγία Γραφή, κρατώντας τη διάνοιά μου απασχολημένη. Εξάλλου, έψαχνα την αλήθεια και μου άρεσε να συζητάω Γραφικά θέματα με τους συγκρατουμένους μου. Στην ίδια φυλακή κρατούνταν ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά, ο Τζον Μουντούα, ο οποίος βρισκόταν εκεί επειδή ήταν πρώην δημόσιος υπάλληλος και ανήκε στη φυλή που θεωρούνταν ότι είχε υποστηρίξει το προηγούμενο καθεστώς.

Ο Τζον μού μίλησε με ενθουσιασμό για τα καλά νέα και εγώ ανταποκρίθηκα πρόθυμα. Είχαμε μόνο 16 τεύχη της Σκοπιάς και το βιβλίο Αγαθά Νέα​—Που σας Κάνουν Ευτυχείς, * αλλά κατάλαβα αμέσως ότι τα όσα μάθαινα ήταν η αλήθεια. Αφού μελέτησα τη Γραφή επί τρεις μήνες, ο Τζον θεώρησε ότι διέθετα τα προσόντα να γίνω ευαγγελιζόμενος. Λίγο αργότερα, εκείνος απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες και αποφυλακίστηκε. Η μοναδική μου επαφή με την οργάνωση του Ιεχωβά χάθηκε. Ωστόσο, συνέχισα να διεξάγω μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα στη φυλακή όσο καλύτερα μπορούσα.

Αποφυλακίστηκα τον Οκτώβριο του 1981 και επέστρεψα στο χωριό μου, όπου δεν υπήρχαν Μάρτυρες. Οι συγγενείς μου προσπάθησαν να με πιέσουν να συμμετάσχω στα θρησκευτικά τους έθιμα. Ο Ιεχωβά, όμως, διέκρινε την επιθυμία που είχα να τον υπηρετώ και με ενίσχυσε. Ήξερα ότι έπρεπε να ακολουθώ το παράδειγμα του Ιησού, γι’ αυτό άρχισα να κηρύττω μόνος μου και σύντομα είχα πολλές μελέτες. Κάποια μέρα ένας οικοδεσπότης μού έφερε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή και είπε: «Αυτά που λες μοιάζουν με όσα έχω διαβάσει εδώ». * Αυτός ο άνθρωπος δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα, αλλά εγώ ήθελα πολύ να διαβάσω το βιβλίο του καθώς και τα πολλά τεύχη της Σκοπιάς τα οποία είχε. Σε εκείνη την περίπτωση, λοιπόν, ο οικοδεσπότης ήταν αυτός που πρόσφερε τα έντυπα!

Αλλά δεν είχα βρει ακόμη τους συλλάτρεις μου. Ο αδελφός Μουντούα είχε αναφέρει ότι υπήρχαν Μάρτυρες στην Τζίντζα. Έτσι λοιπόν, έβαλα σκοπό να βρω τους αδελφούς εκεί. Αφού πέρασα σχεδόν μια ολόκληρη νύχτα προσευχόμενος, ξεκίνησα νωρίς την επόμενη μέρα, χωρίς καν να φάω πρωινό. Καθώς βγήκα στο δρόμο, ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα κρατούσε μια διαφανή πλαστική τσάντα. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα ότι μέσα σε αυτήν είχε ένα περιοδικό Ξύπνα! Είχα βρει έναν από τους αδελφούς μου!

Το 1984, είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την πρώτη τάξη της Σχολής Υπηρεσίας Σκαπανέα στην Ουγκάντα. Και ποιος ήταν στην ίδια τάξη μαζί μου; Ο αγαπητός μου αδελφός Τζον Μουντούα! Ακόμη και τώρα, σε ηλικία 74 χρονών, ο Τζον συνεχίζει να υπηρετεί πιστά ως τακτικός σκαπανέας.

[Υποσημειώσεις]

^ παρ. 228 Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.

^ παρ. 229 Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 113]

Βρήκε Επιτέλους την Αληθινή Θρησκεία

Μια αδελφή ζήτησε από έναν ιεραπόστολο, τον Ματς Χόλμκβιστ, να συναντηθεί με τον Μουτεσαασίρα Γιάφεσι. Αυτός ήταν άλλοτε πάστορας στην Εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας, αλλά τώρα έδειχνε ενδιαφέρον για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχε ετοιμάσει έναν κατάλογο με 20 καθαρογραμμένες ερωτήσεις. Όταν συναντήθηκε με τον Ματς, του έδειξε αυτόν τον κατάλογο.

Έπειτα από μια δίωρη Γραφική συζήτηση, ο Μουτεσαασίρα δήλωσε: «Νομίζω ότι βρήκα επιτέλους την αληθινή θρησκεία! Σας παρακαλώ, ελάτε να με επισκεφτείτε στο χωριό μου. Υπάρχουν και άλλοι που θέλουν να μάθουν περισσότερα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Πέντε μέρες αργότερα, ο Ματς και ένας άλλος ιεραπόστολος ξεκίνησαν με μοτοσικλέτα να επισκεφτούν τον Μουτεσαασίρα στο Καλανγκάλο​—κάνοντας ένα ταξίδι 110 χιλιομέτρων σε δύσβατα και λασπώδη μονοπάτια μέσα από φυτείες τσαγιού. Οι αδελφοί ξαφνιάστηκαν όταν ο Μουτεσαασίρα τούς οδήγησε σε μια αχυροκαλύβα η οποία είχε την επιγραφή «Αίθουσα Βασιλείας». Ναι, είχε ήδη ετοιμάσει ένα κτίσμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μελέτη της Γραφής και συναθροίσεις!

Άλλα δέκα άτομα είχαν δείξει ενδιαφέρον ως αποτέλεσμα των αληθειών που τους είχε μεταδώσει ο Μουτεσαασίρα. Ξεκίνησαν Γραφικές μελέτες, και ο Ματς τις διεξήγε δύο φορές το μήνα, απτόητος από τη μεγάλη απόσταση. Οι Γραφικές μελέτες έκαναν καλή πρόοδο. Πάνω από 20 άτομα έχουν γίνει ευαγγελιζόμενοι στο Καλανγκάλο, και υπάρχει μια ακμάζουσα εκκλησία στην κοντινή κωμόπολη Μιτγιάνα. Στο μεταξύ, ο Μουτεσαασίρα προόδευσε γοργά και βαφτίστηκε. Έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό τα 70, και υπηρετεί ως πρεσβύτερος.

[Πίνακας/​Γράφημα στη σελίδα 108, 109]

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ—Ουγκάντα

1930

1931 Ο Ρόμπερτ Νίσμπετ και ο Ντέιβιντ Νόρμαν κηρύττουν στην Ανατολική Αφρική.

1940

1950

1950 Το ζεύγος Κιλμίνστερ έρχεται στην Ουγκάντα.

1952 Σχηματίζεται η πρώτη εκκλησία.

1956 Γίνεται το πρώτο βάφτισμα.

1959 Αδελφοί από το εξωτερικό παρέχουν πνευματική βοήθεια.

1960

1963 Φτάνουν ιεραπόστολοι της Γαλαάδ.

1972 Διεξάγεται η πρώτη συνέλευση περιφερείας.

1973 Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τίθενται υπό απαγόρευση και οι ιεραπόστολοι απελαύνονται.

1979 Αίρεται η απαγόρευση.

1980

1982 Επιτρέπεται και πάλι η είσοδος ιεραποστόλων στη χώρα.

1987 Η Σκοπιά αρχίζει να μεταφράζεται στη λουγκάντα σε τακτική βάση.

1988 Γίνεται η αφιέρωση της πρώτης μόνιμης Αίθουσας Βασιλείας.

1990

2000

2003 Ιδρύεται γραφείο τμήματος.

2007 Γίνεται η αφιέρωση των νέων εγκαταστάσεων του γραφείου τμήματος.

2010

[Γράφημα]

(Βλέπε έντυπο)

Σύνολο Ευαγγελιζομένων

Σύνολο Σκαπανέων

5.000

3.000

1.000

1930 1940 1950 1960 1980 1990 2000 2010

[Χάρτες στη σελίδα 73]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ

ΣΟΥΔΑΝ

ΚΕΝΥΑ

ΟΥΓΚΑΝΤΑ

ΚΑΜΠΑΛΑ

Αρούα

Γκούλου

Λίρα

Σορότι

Λίμνη Κιόγκα

Μασίντι

Χόιμα

Μπάλε

Τορόρο

Ναμαΐνγκο

Ιγκάνγκα

Τζίντζα

Σέτα

Κατζάνσι

Εντέμπε

Μιτγιάνα

Καλανγκάλο

Φορτ Πόρταλ

Ρουσέσε

Λίμνη Αλβέρτου

Οροσειρά Ρουβενζόρι

Ισημερινός

Λίμνη Εδουάρδου

Μασάκα

Εμπαράρα

Καμπάλε

ΚΕΝΥΑ

ΛΙΜΝΗ ΒΙΚΤΟΡΙΑ

ΤΑΝΖΑΝΙΑ

ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ

ΡΟΥΑΝΤΑ

ΟΥΓΚΑΝΤΑ

ΚΑΜΠΑΛΑ

ΚΕΝΥΑ

ΝΑΪΡΟΜΠΙ

Μέρου

Όρ. Κένυα

Μομπάσα

ΤΑΝΖΑΝΙΑ

ΝΤΑΡ ΕΣ ΣΑΛΑΜ

Ζανζιβάρη

[Χάρτης/​Εικόνα στη σελίδα 87]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΟΥΓΚΑΝΤΑ

ΚΑΜΠΑΛΑ

Αρούα

Γκούλου

Λίρα

Σορότι

Μασίντι

Χόιμα

Φορτ Πόρταλ

Μασάκα

Εμπαράρα

Καμπάλε

ΛΙΜΝΗ ΒΙΚΤΟΡΙΑ

[Εικόνα]

Ο αδελφός Χάρντι και η σύζυγός του κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της Ουγκάντας σε έξι εβδομάδες

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]

[Εικόνα στη σελίδα 69]

Ο Ντέιβιντ Νόρμαν και ο Ρόμπερτ Νίσμπετ έφεραν τα καλά νέα στην Ανατολική Αφρική

[Εικόνα στη σελίδα 71]

Ο Τζορτζ και ο Ρόμπερτ Νίσμπετ και ο Γκρέι και η Όλγα Σμιθ, με τα ημιφορτηγά στη σχεδία, έτοιμοι να περάσουν κάποιο ποτάμι

[Εικόνα στη σελίδα 75]

Η Μαίρη και ο Φρανκ Σμιθ, λίγο πριν το γάμο τους το 1956

[Εικόνα στη σελίδα 78]

Η Αν Κουκ και τα παιδιά της με τον αδελφό και την αδελφή Μακούμπα

[Εικόνα στη σελίδα 80]

Ο Τομ και η Μπέθελ Μακ Λέιν ήταν οι πρώτοι Γαλααδίτες ιεραπόστολοι στην Ουγκάντα

[Εικόνα στη σελίδα 81]

Ο πρώτος ιεραποστολικός οίκος στην Τζίντζα

[Εικόνα στη σελίδα 83]

Η Μπάρμπαρα και ο Στίβεν Χάρντι, ιεραπόστολοι της Γαλαάδ

[Εικόνα στη σελίδα 85]

Η Μαίρη Νίσμπετ (κέντρο) με τους γιους της​—τον Ρόμπερτ (αριστερά), τον Τζορτζ (δεξιά) και τον Γουίλιαμ με τη σύζυγό του, τη Μιούριελ (πίσω)

[Εικόνα στη σελίδα 89]

Ο Τομ Κουκ εκφωνεί ομιλία στη Συνέλευση Περιφερείας «Θεία Κυριαρχία» στην Καμπάλα

[Εικόνα στη σελίδα 90]

Τζορτζ και Γκέρτρουντ Οχόλα

[Εικόνες στη σελίδα 94]

Παρά την απαγόρευση, οι αδελφοί μας συνέχισαν να συναθροίζονται

[Εικόνα στη σελίδα 95]

Φρεντ Νιέντι

[Εικόνα στη σελίδα 96]

Ιμάνιουελ Τσαμίζα

[Εικόνα στη σελίδα 104]

Ο Στάνλεϊ Μακούμπα με τη σύζυγό του, την Εσινάλα, το 1998

[Εικόνα στη σελίδα 107]

Ο Χάιντς και η Μαριάνε Βέρντχολτς παρακολούθησαν την πρώτη τάξη του Παραρτήματος της Σχολής Γαλαάδ στη Γερμανία

[Εικόνες στη σελίδα 118]

Μεταφραστικές Ομάδες

Λουγκάντα

Αχόλι

Λουκόνζο

Ρουνιανκόρε

[Εικόνες στη σελίδα 123]

Οι σημερινές Αίθουσες Βασιλείας διαφέρουν πολύ από παλιότερες κατασκευές (αριστερά)

[Εικόνες στη σελίδα 124]

Γραφείο Τμήματος της Ουγκάντας

Επιτροπή Τμήματος: Ματς Χόλμκβιστ, Μάρτιν Λόουμ, Μίχαελ Ράις και Φρεντ Νιέντι· κτίριο γραφείων (κάτω) και κατοικίες (δεξιά)